«Η δημοκρατία στο μεταίχμιο ή κάπου αλλού» – Του Διονύση Νιάχου

Έχει περάσει ήδη ένας μήνας από τις εθνικές εκλογές και αφού κατάκατσε ο κουρνιαχτός καιρός είναι ας δούμε με μια πιο ήρεμη προσέγγιση τόσο τα αποτελέσματα της κάλπης όσο και τους προβληματισμούς που αυτά παρήγαγαν.

Στα «εύκολα» έχουμε και λέμε, επικράτηση του μοντέλου του οικονομικού φιλελευθερισμού της Νέας Δημοκρατίας στον χώρο που εκπροσωπεί τόσο την δεξιά όσο και ένα κομμάτι του κέντρου, καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ και της «αριστερής» προοπτικής που ευαγγελίζονταν, σαφή βελτίωση των εκλογικών ποσοστών του σοσιαλιστικού χώρου του ΠΑΣΟΚ, 2% άνοδος για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και κάπου εδώ αρχίζει ο προβληματισμός καθώς δεξιότερα της «δεξιάς» ανθίζει ένα διόλου ευκαταφρόνητο 12,42%.

Ήδη από την ανακοίνωση των πρώτων αποτελεσμάτων των exit poll είχαν αρχίσει οι οιμωγές για την άνοδο της ακροδεξιάς, την επέλαση του φασισμού σε Ελλάδα και Ευρώπη και τον κίνδυνο μιας ενδεχόμενης κατάλυσης της δημοκρατίας από αυτούς τους ακραίους δημαγωγούς της πολιτικής. Οι πιο ήπιες και σοβαρές φωνές θα εστίαζαν στην ηγεμονία μιας δεξιάς σκέψης που αναπαράγεται από τεχνοκράτες, μίντια και τους επηρεαζόμενους από αυτά απλούς πολίτες, η οποία μπλοκάρει επιθετικά την όποια προσπάθεια δημοκρατικού πολιτικού αντίλογου, απέναντι στις συντηρητικές βεβαιότητες.

Το αμφίθυμό «πρόσωπο» της φιλελεύθερης δημοκρατίας, έγειρε άλλωστε από μόνο του πληθώρα ερωτηματικών σχετικά με την δημοκρατία που ευαγγελίζονταν.

Τι είναι όμως δημοκρατία? Ως λέξη είναι σύνθετη, αναφέρεται στο σώμα των πολιτών (δήμος) και την εξουσία που πηγάζει αυτόν (κράτος) , ενώ ως όρος παρέμεινε διαχρονικά, συνώνυμο της ελεύθερης και ισότιμης συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική ζωή. Στην αρχαιότητα, η δημοκρατία αποτέλεσε το ιδεολογικό «πᾶ στῶ» για την συγκρότηση της Πόλις, δηλαδή μιας οργανικής ολότητας στην οποία «ἄνδρες γάρ πόλις» .

Εν αντιθέσει, η φιλελεύθερη προσέγγιση της δημοκρατίας εδράστηκε στο δόγμα της πρωτοκαθεδρίας του ατόμου, σύμφωνα με το οποίο, η κοινωνία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σύνολο αυταρκών ατόμων, τα οποία επιδίωκαν την ευδαιμονία τους, όπως τα ίδια την αντιλαμβάνονταν. Έτσι μέσα από θεωρίες ανάδειξης των ιδιαίτερων συμφερόντων και μεγιστοποίησης της ευτυχίας των πολιτών , νομιμοποιούνταν η σύσταση του «ελάχιστου κράτους», το οποίο δεν απευθύνονταν καν στο σύνολο των πολιτών καθώς σύμφωνα με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, λίγοι ήταν οι άνθρωποι, που στην σκέψη των φιλελεύθερων στοχαστών όπως ο Montesquieu, ο Madison, ο Sieyes, κ.α., θεωρούνταν ψηφοφόροι .

Έτσι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που οι φιλελεύθεροι ανήγαγαν σε ιδανικό πολιτικής διακυβέρνησης, αποτέλεσε προπύργιο της κοινωνικής ανισότητας ενώ η εμμονή των φιλελεύθερων στην ατομική κτητικότητα, έτεινε να εκφυλίσει τις φιλελεύθερες κοινωνίες σε έναν απεριόριστο εγωισμό που αποτρέπει τη συνεργασία και τη συλλογικότητα, ευτελίζοντας την δημοκρατία σε μέσον επίτευξης ιδιοτελών συμφερόντων.

Φτάνοντας στο σήμερα, είμαστε πλέον στο έλεος μίας δημοκρατίας η δυναμική της οποίας από τα τέλη του αιώνα μας δεν αντιστοιχεί στον μεταπολεμικό ιδεολογικό και πολιτικό της θρίαμβο. Εν αντίθεση η επικράτηση της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας συμπίπτει με μια σταδιακή τελματώδη κατάσταση στο εσωτερικό της.

Όπως εύστοχα αναφέρει ο Colin Crouch, βρισκόμαστε σε καιρούς που η πολιτική δείχνει να εξαντλείται στο κυνήγι της εικόνας, στερώντας από το δημοκρατικό παίγνιο τη θεμελιώδη συνιστώσα της δυνατότητας υποστήριξης εναλλακτικών επιλογών, ενώ στον αντίποδα η οικονομική εξουσία εγκαταλείπει το παρασκήνιο και μετατρέπεται απροσχημάτιστα σε κύριο ρυθμιστή των γενικών πολιτικών διαμορφώνοντας ένα ομοιογενές ορθόδοξο δόγμα που περικλείει το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται σε μια σύγχρονη δημοκρατία.

Η μεταδημοκρατία, όπως τείνει να ονομάζεται, μετασχηματίζει την πολιτική σε κρατική διαχείριση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, στα πλαίσια της οποίας γίνεται μια προσπάθεια εξαφάνισης κάθε στοιχείου που επιβεβαιώνει ακόμα και με συγκρουσιακό τρόπο την εξουσία του λαού. Ως εκ τούτου, η δημοκρατία που πρέπει  να παράγει πολιτική μέσα από μια μόνιμη σύγκρουση με τα δεδομένα της ίδιας της υπαρκτής κατάστασης και να τα συνδυάζει με γνώμονα το όφελος του λαού, εκφυλίζεται σε μια συζήτηση μεταξύ ατόμων και ομάδων, με σταδιακή άμβλυνση των ιδεολογικών διαφορών και συνωστισμό κάπου στο κέντρο, λίγο πιο αριστερά, λίγο πιο δεξιά, λίγο LGBT, λίγο προσφυγικό, λίγο …, λίγο …, λίγο από όλα.

Είναι τρομακτικές οι ομοιότητες της αστικής δημοκρατίας με την δημοκρατία που καθοριζόταν από το «Σύνταγμα της Βαϊμάρης», όπως και το πώς οι οικονομικοί παράγοντες της εποχής δρομολόγησαν την άνοδο του Χίτλερ στην καγκελαρία του Τρίτου Ράιχ. Τώρα το πολιτικό ζήτημα που ανακύπτει από τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών, για να μην ξεχνιόμαστε, είναι εάν μπορούμε να παραλληλίσουμε τους κινδύνους για τη δημοκρατία μας με τις εξελίξεις στην Βαϊμάρη καθώς στις εγγενείς αντιφάσεις που μπορεί να γεννήσει η οργή, όταν είναι τυφλή και μνησίκακη, εμφιλοχωρούν πολιτικές τερατογενέσεις, ασχέτως αν εμείς απωθούμε τα γεγονότα ως «μετατραυματικά κατάλοιπα» των εκλογών.

Σε μια δημοκρατία που εξακολουθεί να παραμένει εύρωστη, παρά τις κρίσεις που την ταλανίζουν, οι ανησυχίες παραμένουν. Στην Γερμανία η έκθεση, με τίτλο «Trust in Democracy in Times of Crisis», που δημιουργήθηκε από το Ίδρυμα Friedrich Ebert (FES), είναι αδύνατο να αγνοηθεί το γεγονός ότι η πλειοψηφία, έστω και οριακά λίγο πάνω από το 50%, παραμένει δυσαρεστημένη με τους δημοκρατικούς θεσμούς, ενώ στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έρευνας αποκαλύπτεται ότι ο σκεπτικισμός για τη δημοκρατία είναι μεγαλύτερος μεταξύ των ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και χαμηλό εισόδημα, με ότι αυτό συνεπάγεται.

Με την κοινωνία στο κατώφλι του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων τίθεται εκ νέου το ζήτημα της δημοκρατίας ως εγγυήτριας της κοινωνικής συνοχής καθώς ο συμπυκνωμένος χρόνος των περίπλοκων κρίσεων και της εκτεταμένης αβεβαιότητας μεταξύ των μαζών, εμπεριέχει τη βίαιη ενηλικίωση κάποιων και ένα σημείο τομής για
κάποιους άλλους και εκεί βρίσκεται το σημείο όπου η λαχτάρα για απλές απαντήσεις υπερβαίνει τα πολιτικά υποκείμενα ανοίγοντας τις πύλες στον επελαύνοντα λαϊκισμό
του ακροδεξιού λόγου, ο οποίος μέσα από ιδεολογικές απλουστεύσεις, ιδεοληψίες, στρατηγικές αμφιλεγόμενης επιχειρηματολογίας και ένα ευρύ φάσμα σημειολογικών
πρακτικών, βρίσκει ευήκοα ώτα στην αγωνιώδη αναζήτηση των πολιτών ενός «στέρεου» πολιτικού αφηγήματος, αυτού που ο Freud ονόμαζε «χαμένο αντικείμενο της επιθυμίας».

Και θα αναρωτηθεί κανείς: Ποιο είναι το πρόβλημα; είναι κακό ο πολίτης να επιλέγει το πολιτικό του αφήγημα, αυτό δεν είναι το διακύβευμα σε μια δημοκρατία που όπως έλεγε και ο αείμνηστος ο Παύλος Μπακογιάννης «δεν έχει αδιέξοδα». Βεβαίως και δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό στις δημοκρατικές αναζητήσεις των πολιτών, είναι η απάντηση, είναι όμως ακριβώς το σημείο εκείνο στο οποίο η Δημοκρατία μπορεί να βρεθεί αν όχι σε αδιέξοδα σίγουρα όμως σε περιπέτειες καθώς τα πολιτικά αφηγήματα που αναρριχούνται στην εξουσία μέσα από την άρνηση στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, το οποίο αντιμετωπίζεται ως αναγκαίο κακό, θέτουν «εν αμφιβόλω» το είδος και την ποιότητα της Δημοκρατία που επιζητούν να εγκαθιδρύσουν.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η σύγχρονη Δημοκρατία, έχει να κάνει όχι με τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς των αποσταθεροποιητικών άκρων μέσα στους κόλπους της, το προαναφέραμε άλλωστε ότι «στην Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Οι αποκλεισμοί θεριεύουν το «αντικείμενο της επιθυμίας» σε μια κοινωνία χωρίς προσανατολισμό, χωρίς πολιτική παιδεία, η οποία οργισμένη και φοβισμένη ενημερώνεται από τις σειρήνες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και είναι έτοιμη να ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά, μέσα από ξενοφοβικές, συντηρητικές, συνωμοσιολογικές ακόμα και αυταρχικές ατραπούς, φτάνει αυτές να δίνουν διέξοδο.

Οι κοινωνίες και δη η ελληνική χρειάζεται να αποκτήσουν ξανά ελπίδα, να ξεπεράσουν τον φόβο και τις κραυγές που δαιμονοποιούν την δημοκρατική προσέγγιση της κοινωνίας, με τα καλά της και τα κακά της και τις δυνατότητες που αυτή προσφέρει για έναν κόσμο με περισσότερη δικαιοσύνη, περισσότερη ισότητα και περισσότερες ευκαιρίες.

Βεβαία θα πρέπει να είμαστε φειδωλοί με τις τοποθετήσεις μας απέναντι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η αμφισημία της οποίας καθίστα θολά τα όρια μεταξύ
δημοκρατίας και εξουσίας. Μιλώντας για αντιπροσώπευση θα έπρεπε να τοποθετούμε τον όρο δημοκρατία εντός εισαγωγικών, καθώς καταλύει την έννοια της ισότητας που
είναι αλληλένδετη με την ελευθερία και ως εκ τούτου χωρίς ελευθερία δεν γίνεται να έχουμε δημοκρατία. Όσο και αν οι φιλελεύθεροι βαυκαλίζουν την κοινωνία για την
δημοκρατικότητα της εξουσία τους, καθίσταται πλέον εμφανές πως η φιλελεύθερη «επανάσταση» δεν αποσκοπούσε στην αλλαγή των θεσμών αλλά στην «αλλαγή της
ατομικής κατάστασης των ανθρώπων μέσα στους ίδιους θεσμούς». Έτσι, στην εποχή που η πανίσχυρη φιλελεύθερη δημοκρατία, υποκαθίσταται από νέες επιθετικές apolitique μορφές εξουσίας, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί για την δημοκρατία που ονειρευόμαστε να οικοδομήσουμε πάνω στα «κατάλοιπα της εκάστοτε αγριότητας» καθώς είναι υπαρκτός ο κίνδυνός να αντικαταστήσουμε το ένα δεινό με ένα άλλο.