Η Ρένια Λουιζίδου μιλά αποκλειστικά στο “πατρινόραμα” Δεκεμβρίου

ΡΈΝΙΑ ΛΟΥΙΖΊΔΟΥ: “Δεν έχω ιδέα τι θα πει επιτυχημένη καριέρα”

 

Είναι που έχει αυτή τη χαρακτηριστική φωνή που και να μην την βλέπεις καταλαβαίνεις ποια είναι, το ότι πάντα είναι ευγενική και πρόσχαρη και έτοιμη να σε βοηθήσει, το ότι αναδεικνύει συνεχώς την θετική όψη των πραγμάτων, όλα αυτά μαζί και άλλα τόσα έχουν κάνει τη Ρένια Λουιζίδου όλα αυτά τα χρόνια τόσο αγαπητή στο κοινό, μέσα από όποιον ρόλο και να την βλέπεις. Αυτή τη φορά μιλήσαμε μαζί της με αφορμή την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα», στην οποία πρωταγωνίστησε το 2003. Η Ρένια Λουιζίδου μίλησε στο «Πατρινόραμα» για όλο το παρασκήνιο της «Πολίτικης Κουζίνας» για το πως κατάφεραν να αναβιώσουν το ζήτημα των διωγμών που υπέστησαν οι Έλληνες της Πόλης το 1964, αλλά και τα προβλήματα προσαρμογής που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες.

 

 

Συνέντευξη στην Κατερίνα Αλεξοπούλου

 

  • Να ξεκινήσουμε με το ότι οι προσλαμβάνουσες σας από την ως τότε πορεία σας ως καλλιτέχνης ήταν ανοιχτές για να υποδεχτείτε όλον τον πολιτισμό και την ιστορία που κουβαλάει αιώνες τώρα η Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να ενσαρκώσετε όσο καλύτερα γινόταν το ρόλο της μητέρας στην «Πολίτικη Κουζίνα»;

“Κοιτάξτε δεν είχε να κάνει τόσο με το επαγγελματικό, είχε να κάνει με το προσωπικό, δηλαδή με την προσωπική μου ιστορία. Κατάγομαι από
οικογένεια προσφύγων, όχι από την Κωνσταντινούπολη, αλλά από τη Σμύρνη ωστόσο, οι αναλογίες είναι απόλυτες. Θέλω να πω ότι, όταν μου
πρωτομίλησε ο Τάσος Μπουλμέτης για την “Πολίτικη Κουζίνα” και είδα την πρώτη εκδοχή του σεναρίου είχα την εντύπωση ότι πρόκειται για τη γιαγιά μου. Κυριολεκτικά ήταν μια αναφορά μέσα μου τόσο μεγάλη και τόσο έντονη που νομίζω ότι έκανε πολύ σύντομο το δρόμο από τη Ρένια στο ρόλο. Με άλλα λόγια, ο ρόλος που υποδύθηκα στην ταινία ταυτίστηκε με τις παιδικές μου μνήμες, με τις αναμνήσεις που έχω από την οικογένεια μου.”

 

• Υπήρχε κάποια σκηνή που σας δυσκόλεψε περισσότερο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;

“Με την έννοια της δυσκολίας όχι, αλλά υπήρχαν σκηνές που είχαν πολύ μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Βέβαια, θα μπορούσα να το εκφράσω και ως ανακούφιση ή ακόμα και ως ένα είδος κάθαρσης. Η πιο συναισθηματικά φορτισμένη σκηνή για μένα ήταν του αποχωρισμού στο σταθμό του τρένου, με τον παππού τον καλό μου τον Τάσο Μπαντή, που δεν είναι πια μαζί μας. Το πώς έπρεπε να μεταδοθεί όλη αυτή η αίσθηση όχι μόνο του
αποχωρισμού, αλλά και του ξεριζωμού. Με έναν τρόπο αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν ότι δεν θα ξαναβρεθούν. Ενώ λοιπόν, στην ταινία περιμένουμε
όλοι τον παππού να γυρίσει, να έρθει στην Ελλάδα να μας επισκεφθεί κάπου μέσα μας όλοι ξέραμε ότι ο παππούς δεν θα έρθει, γιατί δεν μπορεί να αποχωριστεί την Πόλη, και ότι φυσικά, σημαίνει η Πόλη, καθώς ήταν ένα μέρος του κυττάρου του”.

 

«Κυριολεκτικά ήταν μια αναφορά μέσα μου τόσο μεγάλη και τόσο έντονη που νομίζω ότι έκανε πολύ σύντομο το δρόμο από τη Ρένια στο ρόλο»

 

 

• Πιστέψατε από την πρώτη ανάγνωση του σεναρίου στην επιτυχία αυτής της ταινίας και θεωρείτε ότι για την καθολική αυτή αναγνώριση της συντέλεσε ότι βρέθηκαν οι σωστοί άνθρωποι στο σωστό μέρος;

«Νομίζω το ότι βρέθηκαν οι σωστοί άνθρωποι στο σωστό μέρος, συνέβαλε με κάποιο τρόπο συνειδητά ή υποσυνείδητα, ο Τάσος Μπουλμέτης. Όλοι μας όμως, είχαμε μία σύνδεση με την ταινία. Ο Ιεροκλής είναι από τον Πόντο, εγώ από τη Σμύρνη, ο Τάσος ο Μπαντής ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν για όλους μας δηλαδή, και προσωπική υπόθεση, οι προσωπικές μας ιστορίες μπλεκόντουσαν με τις ιστορίες των ηρώων της ταινίας σε ένα μεγαλύτερο από το συνηθισμένο βαθμό.”

“Τώρα όταν διάβασα το σενάριο, καταλαβαίνω ότι ήταν απ’ αυτά που λες θέλω να το κάνω ακόμα και με δυσμενείς όρους, πώς να σας το πω
ακόμα κι αν δεν πληρωθώ. Και ναι μόλις διάβασα το σενάριο το λάτρεψα, ήταν σαν να μιλάει για μένα, για την οικογένειά μου. Όμως την επιτυχία δεν την ξέρεις ποτέ, ξέρεις ότι αφορά εσένα, ξέρεις ότι αρέσει σε σένα, ξέρεις ότι το αγαπάς εσύ, ότι το πιστεύεις αλλά ποτέ δεν ξέρεις στ’ αλήθεια στη δουλειά μας αν κάτι θα γίνει επιτυχία. Στην “Πολίτικη Κουζίνα” είχαμε μια φοβερή συγκυρία και έτσι παράχθηκε ένα αποτέλεσμα πάρα πολύ ωραίο αντικειμενικά ως καλλιτεχνικό προϊόν το οποίο, ακούμπησε στις καρδιές όλων των ανθρώπων όπως καταλάβαμε μετά τον θηριώδη αριθμό εισιτηρίων που έκανε.

Όλες οι οικογένειες πια στην Ελλάδα έχουν μια μνήμη από μια προσφυγιά. Έτσι προφανώς βρέθηκε να μιλάει η ταινία στον καθένα προσωπικά. Οπότε αυτή η συγκυρία έγινε ένα ωραίο καλλιτεχνικά προϊόν που μπόρεσε όμως να φτάσει στον πυρήνα της καρδιάς του κάθε θεατή, ως προσωπικό του ζήτημα”.

 

  • Τι θα μπορούσαμε να πούμε ότι σας δίδαξε η Πολίτικη Κουζίνα σχετικά με την μετέπειτα καριέρα σας και ακόμη θα ήθελα να ρωτήσω εάν ταυτίζεται η συγκεκριμένη ταινία με την ωριμότητά σας ως καλλιτέχνης;

“Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω. Δεν τα έχω βάλει ακόμα κάτω, να κάνω έναν απολογισμό μιας πορείας γιατί, θεωρώ τον εαυτό μου ότι ακόμα βρίσκεται στη διαδρομή. Ακόμη είμαι σε πολύ παραγωγική περίοδο και δεν τα έχω δει σε ένα πρίσμα παρελθόντος. Σίγουρα όμως για την εποχή που συνέβη η ταινία, που ήταν το 2003, μου άνοιξαν ενδεχομένως κάποιοι ορίζοντες όσον αφορά τη δουλειά.

 

 

ΌΛΕΣ ΟΙ ΟΙΚΟΓ ΛΕΣ ΟΙ ΟΙΚΟΓΈΈΝΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛ ΝΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΆΆΔΑ ΈΈΧΟΥΝ ΜΝ ΧΟΥΝ ΜΝΉΉΜΕΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΆ

 

• Ποιος είναι ο πιο αντιφατικός ρόλος σε σχέση με τον χαρακτήρα σας που έχετε υποδυθεί στη μέχρι τώρα πορεία σας και ποια συνεργασία σας έχει μείνει αξέχαστη;

“Ο πιο αντιφατικός ρόλος νομίζω τηλεοπτικά, ήταν στο σίριαλ «Κλεμμένη ζωή» της Ρένας Εσκενάζη, που έκανα με τον Αιμίλιο Χειλάκη. Ήταν ένας ρόλος μιας γυναίκας διαταραγμένης ψυχικά που έφτανε σε ακραίες συμπεριφορές. Και το δεύτερο που μπορώ να σκεφτώ είναι ο ρόλος της μητέρας, στην «Ιωάννα της καρδιάς» της Μιρέλας Παπαοικονόμου, όπου η μητέρα που υποδυόμουν είχε δώσει το παιδί της για υιοθεσία σε πολύ μικρή ηλικία, που επίσης ήταν ένας ρόλος με αντιφάσεις και ερωτηματικά. Δυσκολεύομαι να απαντήσω γιατί, η διαδρομή του ηθοποιού όταν προσεγγίζει ένα ρόλο είναι να βρει το σκεπτικό του, τα δίκια του, το χαρακτήρα του, τον κόσμο του που τον δικαιολογεί , που τον εξηγεί. Οπότε σχεδόν σε κάθε ρόλο όσο αντιφατικός ή αρνητικός και να είναι ο ηθοποιός πρέπει να βρει πατήματα που να είναι με το μέρος του χαρακτήρα. Έτσι όλους τους ρόλους τους αγαπάω και όλους τους αναγνωρίζω εκ των υστέρων σαν δικούς μου, ακόμα και αυτούς που είπα ότι φλερτάρουν περισσότερο με τη σκοτεινή πλευρά”.

 

“Δεν είναι όλες οι παραστάσεις ίδιες, κάποια χρειάζεται περισσότερη πειθαρχία κάποια άλλη λιγότερο αλλά, θέλω να πω ότι πάντα εκκρεμεί η παράσταση που υπάρχει το βράδυ”

 

 

• Τι θα μπορούσαμε να πούμε ότι περιλαμβάνει μια επιτυχημένη καριέρα και ποιες είναι οι θυσίες που κάνει ένας καλλιτέχνης και ποιο το τίμημα που πρέπει να πληρώσει; 

“Δεν έχω ιδέα τι θα πει πετυχημένη καριέρα, αυτό είναι κάτι που το ορίζει ο καθένας εντελώς διαφορετικά. Για κάποιους είναι ένα διαρκές στοίχημα που δεν τελειώνει πουθενά και καταλήγει αδηφάγο και άπληστο. Για κάποιους άλλους είναι κάτι που κινείται σε πιο χαμηλούς τόνους. Εγώ δεν είμαι ιδιαίτερα, ακραίας φιλοδοξίας άνθρωπος.» Από την άλλη, θέλει πάρα πολύ συζήτηση το τι είναι θυσία και τι αξίζει κανένας να θυσιάσει. Εγώ θα έλεγα συνειδητά αυτό που αισθάνομαι, ότι αναγκάστηκα λόγω της φύσης της δουλειάς να θυσιάσω αρκετό προσωπικό χρόνο. Όταν για παράδειγμα έχεις παράσταση εξαρτάται απ’ την παράσταση το τι θα φας και το τι θα πιείς, πόσες ώρες θα κοιμηθείς, καθώς εκτίθεσαι στη δημόσια θέα σωματικά και πνευματικά. Δεν είναι εύκολη η διαχείριση αυτή, καθώς δεν μπορείς να κρύψεις κάπου τον εαυτό σου τη μέρα που έχεις πονοκέφαλο ή πυρετό ή κακή διάθεση ή είσαι πολύ κουρασμένος. Είχα κατά καιρούς την αίσθηση ότι ο χρόνος μου και η υπόλοιπη ζωή μου, η έξω απ’ τη δουλειά, είναι πάντα εξαρτημένη από την πρώτη.”

 

• Μετά από τα τόσα χρόνια που είστε στο χώρο θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχετε συμβιβαστεί με αυτό;

“Είναι η φύση της δουλειάς τέτοια. Χρειάζεται μια προετοιμασία, μια οικονομία του εαυτού σου. Φυσικά δεν είναι όλες οι παραστάσεις ίδιες, κάποια χρειάζεται περισσότερη πειθαρχία κάποια άλλη λιγότερο αλλά, θέλω να πω ότι πάντα εκκρεμεί η παράσταση που υπάρχει το βράδυ. Και όλη την ημέρα λειτουργείς με το ότι το βράδυ έχω να πάω στο θέατρο. Και ένας λόγος παραπάνω είναι ότι, οι άνθρωποι που θα έρθουν στο θέατρο και θα κόψουν εισιτήριο, θα έρθουν να δουν εσένα, οπότε πρέπει να ανέβεις πάνω σε μια σκηνή, να σε φωτίσουν τα φώτα και να σταθείς στο ύψος της περίστασης. Ωστόσο, μερικές φορές αισθάνομαι ότι μου στερείται ένα είδος ελευθερίας ή καλύτερα ανεμελιάς. Το να μπορώ δηλαδή να πιώ μια μπύρα, να βγω να δω τους φίλους μου, γι’ αυτό συνήθως καταλήγουμε να τα κάνουμε όλα αυτά μετά την παράσταση. Με αυτήν την έννοια αισθάνομαι μερικές φορές ότι με δεσμεύει στο πως διαχειρίζομαι τον εαυτό μου, τη καθημερινότητά μου, οπότε παίρνεις απόφαση ότι πρέπει να συμβιβαστείς με αυτό.”

 

  • Οπότε ποιος θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο τρόπος αποφόρτισή σας απ’ αυτή την έντονη καθημερινότητα που μας περιγράψατε;

“Δεν είναι πάντα έντονη. Ωστόσο, εμένα μ’ άρεσε πάντα να κάνω ταξίδια, τον χρόνο που είχα εντελώς δικό μου. Ήταν η νούμερο ένα διαφυγή και αποφόρτισή μου. Τα τελευταία χρόνια κι αυτό δεν είναι πάρα πολύ εύκολο να γίνει έως και καθόλου, ειδικά τα τελευταία δύο.”

 

• Έχετε βάλει ποτέ τον εαυτό σας στη θέση του θεατή κάνοντας έτσι με ένα τρόπο μια αυτοκριτική, το να βάζετε δηλαδή, τον εαυτό σας στη θέση ενός θεατή που σας βλέπει την ώρα της παράστασης ή σε ένα σίριαλ;

“Νομίζω είναι κάτι που το κάνεις ασυνείδητα είτε θέλεις είτε όχι και συνήθως είναι ο οδηγός μου όταν πρέπει να επιλέξω κάποια δουλειά, γιατί δεν έχω ένα θέατρο δικό μου ούτε τα χρήματα να κάνω μια ταινία ή ένα σίριαλ.

Επιλέγω κάθε χρονιά ανάμεσα σε αυτά που μου προτείνονται. Το κριτήριό μου λοιπόν, είναι πρωτίστως το αν μου αρέσει ο ρόλος και το κατά
πόσο σαν θεατής θα με ενδιέφερε να το δω. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι κάτω από ποιες συνθήκες πραγματοποιείται ένας ρόλος και ποιοι είναι οι συνεργάτες σου. Τα πρόσωπα που κάνουν μια δουλειά είναι πιο σημαντικά τις περισσότερες φορές από οτιδήποτε άλλο.”

 

“Τα δύο τελευταία χρόνια το θέατρο βρίσκεται σε μία αδράνεια, σε αντίθεση με την τηλεόραση, η οποία σημειώνει μεγάλη δραστηριότητα”

 

• Υπάρχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες τις οποίες δεν έχετε ακόμη πραγματοποιήσει;

“Θεωρώ πως εάν έρθει η ώρα που δεν θα υπάρχουν ανησυχίες θα έχεις ολοκληρώσει την πορεία σου. Εάν δηλαδή δεν είσαι ανήσυχος και περίεργος για το επόμενο βήμα σου, ξεκινά να χτυπά το καμπανάκι, ότι είναι ώρα να αποσυρθείς. Η επικαιρότητα σίγουρα επηρεάζει την καθημερινότητά μας τα τελευταία χρόνια, καθώς είναι αδυσώπητη και αυτό που με απασχολεί καλλιτεχνικά τα τελευταία χρόνια, είναι πόσο αυτά που παράγουμε καλλιτεχνικά συνδιαλέγονται με την πραγματικότητα που ζούμε γύρω μας. Θέλω να πω κατά πόσο αποτυπώνουνε την αγωνία της σημερινής πραγματικότητας στις δικές μας καλλιτεχνικές ασκήσεις πάνω στο ύφος, πάνω στη φόρμα, τα μεγάλα έργα, τα μεγάλα κείμενα, οι ρόλοι που έχουμε
ονειρευτεί, ενώ υπάρχει γύρω μας μια πραγματικότητα που φωνάζει και η δική μας η δουλειά είναι κατ’ εξοχήν δουλειά, ειδικά μιλώντας για το θέατρο, που δεν αφήνει κάτι πίσω της, είναι θνησιγενής. Είναι ότι συμβεί τώρα, σήμερα είναι η παράσταση, δεν θα την κρίνει κανένας δέκα
χρόνια μετά. Το αποτύπωμά της και ο διάλογός της με το κοινό αφορά το σήμερα και αυτό το σήμερα που ζούμε δεν είμαι σίγουρη ότι έχουμε βρει
πώς να το αποτυπώσουμε., είμαστε όλοι αμήχανο απέναντι στην συνειδητοποίηση και την αποτύπωση της πραγματικότητας. Σκεφτόμουν ότι μετά από ενάμιση χρόνο που έκλεισαν τα θέατρα εντελώς, με την επαναλειτουργία τους κάτι πρέπει να πούμε για αυτό που βιώνουμε. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε ασχολίαστο και να συνεχίζουμε με την επιλογή ας πούμε ακόμα και ρεπερτορίου όπως πριν. Έχουν συμβεί πράγματα μεγάλα, βαριά, ζωτικά και με κάποιο τρόπο ελπίζω αυτά ότι θα τα αποτυπώσουμε και καλλιτεχνικά”.

 

• Τελειώνοντας λοιπόν θα ήθελα να σας ρωτήσω που σας βρίσκουμε τώρα επαγγελματικά αυτό τον καιρό και πια ίσως είναι τα επόμενα σχέδιά σας για το μέλλον;

“Τώρα βρίσκομαι στην καθημερινή κωμική σειρά της ΕΡΤ, «Σε ξένα χέρια». Εκεί συναντώ πέρα από τον πολύ καλό μας σκηνοθέτη το Στέφανο Μπλάτσο που πολύ ήθελα να δουλέψω μαζί του, φίλους και ανθρώπους που πραγματικά εκτιμώ πολύ από το παρελθόν το Γιάννη το Μπέζο, τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση, τη Βάσω Λασκαράκη. Μια αμιγής κωμωδία πώς να το πω, έτσι παρηγορητική και ανακουφιστική μέσα σε μια μαύρη καθημερινότητα. Ακόμα, παίζω και στην θεατρική παράσταση «Οι μάγισσες του Σάλεν», του Άρθουρ Μίλερ σε σκηνοθεσία του Νικορέστη του Χανιωτάκη.
Ένα σπουδαίο, ένα υπέροχο έργο και φυσικά πολύ καλοί συνάδελφοι, ο Άκης Σακελλαρίου, η Άννα Παππά, ο Τσακίρογλου Νικήτας. Μια φιλόδοξη δουλειά μ’ ένα πάρα πολύ ωραίο και ενδιαφέρον έργο, το οποίο δεν ανέβηκε πέρσι, καθώς μας πρόλαβε η καραντίνα και φυσικά είπαμε να μην αφήσουμε την ευκαιρία να χαθεί και να το ανεβάσουμε φέτος. Τα δύο τελευταία χρόνια το θέατρο βρίσκεται σε μία αδράνεια, σε αντίθεση με την τηλεόραση, η οποία σημειώνει μεγάλη δραστηριότητα.”

 

* WHO IS WHO
Η Ρένια Λουιζίδου φοίτησε στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια, ενώ στη συνέχεια, σπούδασε Φιλολογία στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, καθώς και Υποκριτική στην Ανώτερη Δραματική Σχολή του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Την έχουμε αγαπήσει σε αρκετές γνωστές ελληνικές τηλεοπτικές σειρές, όπως «Οι Απαράδεκτοι» (όπου από αυτή τη σειρά για χρόνια της «έμεινε» το παρατσούκλι «αστροπελέκι», το οποίο της έδωσε ο Γιάννης Μπέζος), «Μάνα είναι μόνο μία», «Της Ελλάδος τα παιδιά», « Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» και στη σειρά «Το Καφέ Της Χαράς», που έγραφε ο Χάρης Ρώμας, είναι μερικές από τις σειρές που συμμετείχε. Το 2006-07 πρωταγωνίστησε στην ελληνική σειρά της Μιρέλλας Παπαοικονόμου «Ιωάννα της καρδιάς». Εμφανίστηκε στην ελληνική ταινία «Safe Sex» και φυσικά πρωταγωνίστησε στην «Πολίτικη Κουζίνα» μαζί με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Στην τηλεοπτική σειρά του Alpha, «Το σόι σου», είχε πρωταγωνιστικό ρόλο ως Χαρούλα Χαμπέα. Τη σεζόν 2021-22 εμφανίζεται στη σειρά εποχής «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» και στη σειρά «Σε ξένα χέρια», της ΕΡΤ1.