OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Κωστούλα Τωμαδάκη : «Ήθελα να κρατήσω το όνειρο ζωντανό και ήταν αρκετό ένα βλέμμα έξω από το παράθυρο…»

Από τις 22 Φεβρουαρίου το τελευταίο ντοκιμαντέρ της «Η Μητέρα του σταθμού» της Κωστούλας Τωμαδάκη, που είναι συμπαραγωγή του ΕΚΚ και της ΕΡΤ απέσπασε θετικά σχόλια σε όποιο κινηματογραφικό φεστιβάλ προβλήθηκε και συγκινεί Φεστιβάλ και θεατές, εντός και εκτός Ευρώπης θα προβάλλεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 & Μεγ. Αλεξάνδρου 134-136, Γκάζι) και στα κανάλια της δημόσιας τηλεόρασης που είναι χορηγός. Έχω απέναντί μου την κα. Τωμαδάκη και μου έρχεται μια απαστράπτουσα λάμψη που περιβάλει το ωραίο της σώμα και το πρόσωπό της, στο οποίο κυριαρχούν δυο μάτια διεισδυτικά και ένα θεληματικό πηγούνι. Σκέφτομαι, ότι όταν κρατάει την κάμερα στα χέρια της δεν φλυαρεί, γιατί συνοδεύει την αρμονία του θέματος και το αξιοποιεί στο έπακρον. Γι’ αυτό οι ταινίες της λειτουργούν και αλληλεπιδρούν με το κοινό, που της επιφυλάσσει θερμή υποδοχή.

Η πολυβραβευμένη σκηνοθέτης Κωστούλα Τωμαδάκη συζητά με την Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου

Μετεμφυλιακή Ελλάδα, φτώχεια, ανεργία, η μετανάστευση μονόδρομος για τις χιλιάδες γυναίκες, κυρίως, από τα χωριά της Βορείου Ελλάδας που ερήμωσαν μέσα σε μια δεκαετία. Με τρένα, καράβια και εισιτήριο χωρίς επιστροφή, νέες γυναίκες, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, κάποιες αγράμματες, έφτασαν στις φάμπρικες της Γερμανίας. Οι περισσότερες έχοντας αφήσει πίσω τους την οικογένεια: Τα παιδιά – βαλίτσα που μεγάλωσαν μέσα σε μια συνεχή μετακίνηση, κάποια έμεναν στο χωριό με την γιαγιά, ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο εκπαιδευτικά συστήματα, δύο πατρίδες. Φτάνοντας στην τρίτη γενιά μεταναστριών, σε εκείνες τις νέες γυναίκες με επαγγελματικά εφόδια που έχουν εξισωθεί πλήρως με την δυναμική των υπόλοιπων Ευρωπαίων γυναικών και επιλέγουν οι ίδιες πού και πώς θα ζήσουν. Και αποτείνουν το δικό τους φόρο τιμής στις γκασταρμπάιτερ μανάδες που πάλεψαν για να τους προσφέρουν αυτήν την ευκαιρία.

Η κάμερα της Κωστούλας Τωμαδάκη ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής τις «αόρατες» γυναίκες που κουβάλησαν τις πίκρες και τις χαρές, την ιστορία τους, φωτίζοντας τα κίνητρα της μετανάστευσης, την ανάγκη και το όνειρο για ένα καλύτερο κόσμο.

«Οι αναμνήσεις, οι μαρτυρίες,» σχολιάζει η ίδια η σπουδαία δημιουργός, «συνδυάζονται με τα επίσημα αρχεία που μέχρι σήμερα δεν έχουν δει το φως, αλλά κυρίως τα προσωπικά αρχεία των γυναικών που από μόνα τους αποτελούν ιστορικό αρχείο ανεκτίμητου πλούτου για την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης. Προσπάθησα να πλησιάσω τα σύνθετα στοιχεία της Ιστορίας μεταθέτοντας την οπτική γωνία στην πλευρά του καθαρού βλέμματος αυτών των γυναικών. Η μνήμη λειτούργησε ως κάθαρση και το ασπρόμαυρο super 8 μπορεί να διαβαστεί και ως χρονικό της δεκαετίας του `60 και του `70 με μουσική υπόκρουση το “Συννεφιασμένη Κυριακή».

Η Μητέρα του Σταθμού έκανε πρεμιέρα τον Αύγουστο του 2022, ως υποψήφια για βραβείο, στο Mumbai International Film Festival στη Βομβάη, ενώ προβλήθηκε με μεγάλη επιτυχία στους Ανοιχτούς Ορίζοντες του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Έως σήμερα τo ντοκιμαντέρ έχει πάρει μέρος και έχει αποσπάσει βραβεία σε κινηματογραφικά φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ανάμεσα τους στις πόλεις: Μουμπάι, Μπουένος Άιρες, Μόντρεαλ, Τορόντο, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Χόλυγουντ, Αττάλεια, Χιούστον, Σικάγο, Σίδνεϊ, Τζαϊπούρ, Ντουμπάι, Μελβούρνη, Βαρσοβία, Μπογκοτά, Βοστώνη, Χιούστον, Σαν Φρανσίσκο.

«Για τις γυναίκες που συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ ήταν, νομίζω, μια δικαίωση. Δεν ήταν πια “αόρατες”, είχαν φωνή και υπόσταση και δεν είχε πια καμιά σημασία αν δεν τις κατέγραψε η επίσημη Ιστορία. Νιώθω χαρά και βαθιά ευγνωμοσύνη κάθε φορά που συμμετέχει η ταινία μας σε κάποιο Διεθνές Φεστιβάλ και ανυπομονώ για τις αντιδράσεις του κοινού. Ευτυχώς, κάνω κινηματογράφο για την ψυχή μου, ας είναι καλά η Σαντορίνη και δεν περιμένω τίποτα» υπογραμμίζει η Κωστούλα Τωμαδάκη.

Φωτίζοντας τα κίνητρα της μετανάστευσης, την ανάγκη και το όνειρο για ένα καλύτερο κόσμο. Υπήρξαν στιγμές που η κάμερά σας «δάκρυσε»;

«Πάντα προσπαθώ να έρθω σε επαφή με αυτό που αποκαλούμε “ζωντανή” μνήμη, δηλαδή με ανθρώπους που έζησαν από κοντά τα γεγονότα και όταν αυτό είναι αδύνατο, τότε πλησιάζω τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους.

Συγκλονιστική η ιστορία της κυρίας, Αγγελικής, Κυβέλης, μητέρας της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου που εκδιώχτηκε από την Κωνσταντινούπολη με την διάλυση της Ελληνικής κοινότητας το 1964. Συγκινήθηκα με την “Συννεφιασμένη Κυριακή” που τραγούδησε η σχεδόν 90 χρονη Αγάπη Αρτζανίδου, στο Μαυρονέρι, του Κιλκίς. Βουβάθηκα με το γράμμα που έγραψε η Ελεονόρα Ορφανίδου στην μητέρα της.»

Ποια εντέλει ήταν η αφορμή για την δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ με αυτήν την θεματική;

«Η αφορμή για το “Μητέρα του Σταθμού”, ήταν μια αγγελία που είδα μετά την κρίση του 2012. Μεγάλο νοσοκομείο στο Μόναχο ζητούσε Έλληνες γιατρούς.Άρχισα να ψάχνω ανάμεσα στα νέα παιδιά που γνώριζα και πολλά μου είπαν ότι μπορεί να κάνουν μεταπτυχιακά στην Ελλάδα αλλά θα αναγκαστούν να αναζητήσουν δουλειά στο εξωτερικό. Έτσι,έπιασα το  νήμα από την αρχή, από τις νέες γυναίκες γύρισα πίσω στην πρώτη γενιά μεταναστριών που πήραν το δρόμο για τις φάμπρικες της Γερμανίας την δεκαετία του `60 και του `70.»

Η Κωστούλα Τωμαδάκη έχει την ευλογία να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους της μέσω της έβδομης τέχνης αλλά και της γραφής , αφού η ίδια είναι και διακεκριμένη συγγραφέας, αναφέρεται στις 2 εκατομμύρια και πλέον γυναίκες, που μετανάστευσαν στη Γερμανία για να δουλέψουν στα εργοστάσια αφήνοντας πίσω τα παιδιά τους.

Η σημαντική δημιουργός, εστίασε το θέμα μόνο στις μετανάστριες της πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς. Μόνο στις γυναίκες. Ευτύχησε να γυρίσει ό,τι μέχρι στιγμής ονειρεύτηκε, αντλεί από τα βάθη της ιστορίας ρουφάει το θέμα, που επέλεξε να προβάλει με πολύ κόπο, το φωτίζει, το μαγεύει και το αφοπλίζει. Και το κυριότερο δεν ανοίγεται στους ανθρώπους του σιναφιού της, αλλά σε ανυποψίαστους ανθρώπους που διψάνε να δουν μία καλή ταινία.

Μιλώντας στο Patrinorama…παραδίδει το μάθημα της μετανάστευσης, για εκείνη την εποχή, τη δεκαετία του ΄60 και του ΄70, που από όλη την Ευρώπη, έφυγαν οι γυναίκες για να δουλέψουν στα εργοστάσια της Γερμανίας. «Έγινε τότε η ανοικοδόμησή της. Ήθελαν εργατικά χέρια. Οι γυναίκες δεν καταγράφηκαν! Ταξίδεψαν ως πράγματα!» καταγγέλλει η καταξιωμένη κινηματογραφική σκηνοθέτρια.

Ομολογουμένως κ. Τωμαδάκη με το πολυβραβευμένο διεθνώς ντοκιμαντέρ σας η “Μητέρα του σταθμού” ρίξατε άπλετο φως σε ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας που επηρέασε ολόκληρες γενιές στην Μετεμφυλιακή Ελλάδα με τη φτώχεια, την ανεργία, τη μετανάστευση, που ήταν μονόδρομος για τις χιλιάδες γυναίκες, κυρίως, από τα χωριά της Βορείου Ελλάδας. Πώς ήταν για εσάς η διαδικασία συλλογής του υλικού αυτού;

«Η Ευρώπη στο κατώφλι ενός νέου κόσμου μετά τον Πόλεμο και στην Ελλάδα οι διχασμοί και ο Εμφύλιος, οι απογοητεύσεις και οι επιπτώσεις τους, οδήγησαν χιλιάδες νέους και νέες στην μετανάστευση. Υπάρχουν ολόκληρα χωριά στη Βόρειο Ελλάδα που άδειασαν, ερήμωσαν με τις γιαγιάδες να περιμένουν ένα γράμμα από τους ξενιτεμένους, μεγαλώνοντας τα παιδιά που άφηναν πίσω. Εδώ πραγματικά έχουμε να κάνουμε και με τον χωρισμό των οικογενειών και την πίκρα των παιδιών που έβλεπαν τους γονείς τους τα καλοκαίρια όταν έπαιρναν άδεια από τις φάμπρικες. Αυτό ήταν το πιο οδυνηρό για μένα και ήθελα να ακούσω και την φωνή αυτών των παιδιών που μεγάλωσαν ανάμεσα σε δυο χώρες.

Ψάχνοντας σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία, ευχαριστώ το Ίδρυμα και ντοκιμαντέρ για τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία, διαπίστωσα με έκπληξη ότι δεν υπήρχαν γυναίκες. Θυμόμουν από τα παιδικά μου χρόνια, όταν παραθερίζαμε στο χωριό της μητέρας μου, στα Μαζέικα Καλαβρύτων, τα παιδιά των μεταναστών που έπαιζα μαζί τους. Άρχισα να ψάχνω σε γνωστούς και φίλους, παιδιά μεταναστών και ήμουν ιδιαίτερα τυχερή για τις υπέροχες, γυναίκες, μετανάστριες της πρώτης γενιάς, της δεύτερης, ακόμα και για τις πιο νέες που συμμετείχαν στο “Μητέρα του Σταθμού”.

Πώς περιγράψετε την συγκλονιστική διαδρομή των χιλιάδων Ελληνίδων που οι οικογένειές τους μαστίζονταν από την ανεργία, την κοινωνική ανασφάλεια, και την ανέχεια και μετανάστευαν στις φάμπρικες της Γερμανίας με τις δυσκολίες στην επικοινωνία, την εργασία, την κοινωνικοποίηση;

«Στο “Μητέρα του Σταθμού”, βλέπουμε τις μετανάστριες της πρώτης γενιάς, όπως την κυρία Βασιλική, την κυρία Αθανασία, την κυρία Αγάπη που έφυγαν μικρές κοπέλες από την Προσοτσάνη, Δράμας, το Μαυρονέρι στο Κιλκίς, πέρασαν από επιτροπές που τις έκριναν κατάλληλες, έφτασαν στο Μόναχο,μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι και από εκεί οδηγήθηκαν στα εργοστάσια. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η γλώσσα. Πήγαιναν, όπως, χαρακτηριστικά μας λέει η κυρία
Βασιλική, στο σούπερ μάρκετ και δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Μετά ήταν τα παιδιά τους. Υπάρχει η συγκλονιστική ιστορία της Αλεξάνδρας- Ευτυχίας Λουκίδου, που δεν χόρτασε την αγκαλιά της μάνας της γιατί η σπιτονοικοκυρά της πανσιόν στο Μόναχο που έμεναν οι γονείς της δεν ήθελε μωρά. Αναγκάστηκε να αποχωριστεί την μάνα της, έμεινε στο Kinderheim, ένα παιδικό σταθμό και την
έβλεπε μόνο τα Σαββατοκύριακα. Κάποια παιδιά όπως η Παναγιώτα και η Έλενα γεννήθηκαν στη Γερμανία αλλά έζησαν και με τον παππού και με τη γιαγιά στα χωριά.Φανταστείτε να γυρίζεις από το εργοστάσιο κατάκοπη,να φτιάχνεις φαγητό για την επόμενη μέρα και να πηγαίνεις τα παιδιά στο Ελληνικό σχολείο που ήταν απογευματινό και κάποιες φορές χιλιόμετρα μακριά. Οι γυναίκες μετανάστριες είχαν ελάχιστο προσωπικό χρόνο και η όποια κοινωνικοποίηση έγινε μέσα από τους συλλόγους. Προσπάθησα οι εξιστορήσεις, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις να εναλλάσσονται για να μας δώσουν, όχι μια μαρτυρία αλλά μια ταινία ανοιχτή, μια κατάφαση στη ζωή.»

 

Ποιες δυσκολίες συναντήσατε τόσο κατά την προετοιμασία του ντοκιμαντέρ σας όσο και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων; Υπήρξαν γραφειοκρατικά κωλύματα;

«Ο μεγάλος εχθρός ήταν ο χρόνος, ένα παράξενο παιχνίδι γύρω από την ίδια την ύπαρξη. Δεν έκανα ποτέ το πρώτο γύρισμα γιατί ‘χάσαμε’ την κυρία Ντίνα και ήταν και οι άλλες μετανάστριες της πρώτης γενιάς που είχαν προβλήματα υγείας και ήθελαν να προλάβουν να τα πουν. Ύστερα ήταν η πανδημία που έκανε πιο δύσκολες τις μετακινήσεις και τα ταξίδια στη Γερμανία. Πρόβλημα μεγάλο ήταν οι άδειες γυρίσματος σε σιδηροδρομικούς σταθμούς και πλατείες στη Γερμανία, ευτυχώς, μας βοήθησαν φίλοι
και η εταιρεία παραγωγής Fimi Culture, Φρανκφούρτης και τους ευχαριστώ.

Πώς επιλέξατε τις ιστορίες και τα θέματα που αφηγείται η ταινία;

Κριτήριο για μένα ήταν οι γυναίκες που συμμετείχαν, πόσο παρούσες ήταν στην ίδια τους τη ζωή, παρόλο που ήταν διαφορετικής ηλικίας, μόρφωσης, κάποιες αγράμματες. Όμως μέσα από την μνημονική, αποσπασματική, πολυφωνική ομιλία, κάποιες φορές από τις σιωπές, σταθεροποιείται η τελική αλήθεια.»

Ακόμη Θα πρέπει να σας πω ότι με απασχόλησε πολύ η έλλειψη της μάνας και το πώς βίωσαν αυτά τα παιδιά το να μεγαλώνεις σε δυο χώρες, ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς και εκπαιδευτικά συστήματα. Τα περισσότερα παιδιά συμφωνούν ότι είχαν ικανοποιητική μόρφωση και επίπεδο ζωής, ότι δεν τους έλειπε τίποτα, αφού δούλευαν και οι δυο γονείς. Σχεδόν, όλα έχουν ένα κοσμοπολιτισμό, ταξίδευαν για μέρες από πολύ μικρά. Η απουσία όμως, των γονιών, νομίζω ότι είναι τραύμα αθεράπευτο.

Στο ντοκιμαντέρ είναι οι ήρωες που σε βάζουν στο δικό τους κόσμο ή ο απόηχός του να μπλέκει με τον δικό σου κόσμο;

Ανακαλώντας τον Μαξ Φρις, “μπορείς να διηγηθείς τα πάντα εκτός την πραγματική σου ζωή”, διαπιστώνει ο Στίλλερ, αφού πρώτα εξαντλήσει ένα σωρό αφηγήσεις γύρω από το άπιαστο τελικά πρόσωπό του, θα σας έλεγα ότι πάντα με εντυπωσιάζει το αίνιγμα της ανθρώπινης ταυτότητας. Οι ιστορίες των άλλων.

Πόσο καιρό σας πήρε άραγε η έρευνα και η τελική επεξεργασία του υλικού έως ότου μετουσιωθεί στο ντοκιμαντέρ σας;

Σχεδόν πέντε χρόνια χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί η “Μητέρα του Σταθμού”. Δυο χρόνια τα ταξίδια στη Βόρειο Ελλάδα με τον σιδηρόδρομο για να έχω την αίσθηση του τρένου και μετά ήταν η πανδημία και σταμάτησαν τα πάντα. Ευχαριστώ τους συνεργάτες μου Κατερίνα Μαραγκουδάκη, Στέλιο Τατάκη, Δημήτρη Μαραμή, Μάνο Ηρακλή, Σωτήρη Λάντα, Θοδωρή Σταμπούλ, Κυριάκο Λιαράκο και βέβαια την παραγωγό Τζίνα Πετροπούλου για την υπομονή τους.

Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου τις ελληνικές κοινότητες στη Γερμανία, τον φωτογράφο Λευτέρη Ξάνθο, την Παναγιώτα Αϊνατζή που μας έδωσαν τα προσωπικά τους αρχεία και όλους όσους μας βοήθησαν, το ΕΚΚ και την ΕΡΤ και βέβαια τις γυναίκες που συμμετείχαν.

Ποια εντέλει ήταν η αφορμή για την δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ με αυτήν την θεματική;

Ως επιτυχημένη συγγραφέας γνωρίζετε, ότι η λογοτεχνία της μετανάστευσης έχει μακρά παράδοση στη χώρα μας από τότε που οι Ελληνίδες που ξενιτεύονται χωρίς τα παιδιά τους και βασανίζονται από το άλγος του νόστου.

Υπάρχει κάτι που αγνοούμε;

Μου έκανε εντύπωση ότι μετά την προβολή της ταινίας μας στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, είχα πολλά μηνύματα από συγγραφείς, ιδιαίτερα γυναίκες, που είχαν ασχοληθεί με το θέμα της μετανάστευσης και ειδικά με την μετανάστευση στη Γερμανία. Σχεδόν, όλες ήταν παιδιά μεταναστών που μάλλον είχαν την ανάγκη να ρίξουν φως στο βιωματικό ιστορικό γεγονός μέσα από
την μυθοπλασία. Θα ήθελα κάποια στιγμή να κάνω μια κοινή παρουσίαση γιατί ούτε στιγμή δεν παύεις να είσαι αναγνώστης άλλων κειμένων. Άλλωστε η ίδια η ζωή, μέσα από τα ιστορικά τεκμήρια που εισβάλλουν στην αφήγηση, είναι παρούσα.

Πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο; Ποια ήταν τα σημεία αναφοράς που ενστάλαξαν μέσα σας την επιθυμία να ασχοληθείτε με την έβδομη τέχνη;

Λίγο μετά τα είκοσι, φοιτήτρια στη Νομική, κατάλαβα ότι η μόνη διέξοδος, το καλύτερο ταξίδι είναι η γεωγραφία του νου και η ικανότητα να ονειρεύεσαι. Ήθελα να κρατήσω το όνειρο ζωντανό και ήταν αρκετό ένα βλέμμα έξω από το παράθυρο.Παρατηρώντας ον εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο να συμπλέκονται συνειδητοποιείς την πολυπλοκότητα της ύπαρξης του. Σκέφτεσαι με την ευαισθησία και
αισθάνεσαι με την σκέψη, υιοθετείς την παρατήρηση ως τρόπο ζωής. Ο κινηματογράφος, η σχολή Σταυράκου ήταν μονόδρομος. Όλος ο κόσμος υπάρχει μέσω της κάμερας.

Ως θεατής καθώς βγαίνετε από μια κινηματογραφική αίθουσα, ποια στοιχεία πρέπει να έχετε δει στην ταινία που παρακολουθήσατε, ώστε να φύγετε πραγματικά ευχαριστημένη;

Βλέποντας μια ταινία θέλω να αντιλαμβάνομαι το υλικό, την ουσία από την οποία είναι φτιαγμένη η ταινία. Δεν με νοιάζει αν είναι ποιητική, πολύπλοκη, αν παραβιάζει όλους τους κανόνες του κινηματογράφου, αν βγαίνει από την καρδιά μιας σύγχρονης μητρόπολης ή βουτάει στην Ιστορία αποκαλύπτοντας τις άλλες όψεις της.

Αυτό που αναζητώ είναι η αλήθεια της γιατί έτσι οι ήρωες, ετερόκλητοι κάποιες φορές, αποκτούν το ειδικό βάρος, αντιπροσωπεύουν κόσμους ολόκληρους, τρέχουν ή σέρνονται και μπορείς να ταυτιστείς μαζί τους.

Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας των ταινιών σας, που αγκαλιάστηκαν από τους σινεφίλ και εγκωμιάστηκαν από την κριτική;

Μιλώντας για την “Μητέρα του Σταθμού”, είναι αλήθεια ότι ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω την μεγάλη ανταπόκριση του κοινού στην Ινδία. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ενδιέφερε τους Ινδούς το ιστορικό γεγονός της Ελληνικής μετανάστευσης.

Ήταν και για μένα έκπληξη ότι στην Κολομβία είχαμε προβολή σε δέκα πόλεις και ότι στο Σίδνεϊ, στη Βαλτιμόρη, στο Μπουένος Άιρες, στην Αντιόχεια, στην Κόστα Ρίκα και στ Βοστόνη οι αίθουσες γέμισαν ασφυκτικά. Μου έρχονται συνέχεια μηνύματα από τα Φεστιβάλ στην Αμερική και την Αυστραλία. Νομίζω ότι ο τόπος και ο χρόνος έχουν υποχωρήσει και μόνο η εικόνα διατηρεί την δύναμη της επαναδημιουργίας του βιώματος που έζησαν οι “αόρατες” γυναίκες μου.

 

Είναι κι η Έβδομη τέχνη μία πηγή που μας κρατά σε πνευματική εγρήγορση;

Δεν μπορώ να φανταστώ και να ζήσω σε ένα κόσμο χωρίς ‘ψυχή’. Ο κινηματογράφος είναι το χώμα, το στήριγμα μας στον κόσμο.

Πόσο δύσκολο είναι το να κάνει κάποιος κινηματογράφο στην Ελλάδα σήμερα;

Με Δον Κιχώτες μοιάζουν οι νέοι και οι νέες που αποφασίζουν σε τέτοιους καιρούς να ακολουθήσουν τον δύσκολο δρόμο του κινηματογράφου. Βλέπω όλο και πιο συχνά μικρού μήκους ταινίες, αρκετές από την περιφέρεια από ανθρώπους που ευελπιστούν κι αυτοί να προσθέσουν τη φωνή τους στον κινηματογραφικό κόσμο. Θαυμάζω όσους επιμένουν να ονειρεύονται την πραγματικότητα και να
πραγματοποιούν τα όνειρά τους.

Έχετε κάποια κινηματογραφικά σχέδια στο μυαλό σας που θέλετε να υλοποιήσετε;

«Αυτή η υπέρτατη δύναμη της φαντασίας, που φέρνει εντός της τον ίδιο τον σπόρο της καταστροφής, αυτόν που επιτρέπει να γκρεμίσεις τον κόσμο και να τον φτιάξεις από την αρχή, αυτή με οδηγεί, να θέλω να κινηματογραφήσω μέσα στην απλότητα τους, τις ιστορίες καθημερινών ανθρώπων.

Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια / ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη / θάλασσα/ σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους…” Σεφέρης Σχέδια για ένα καλοκαίρι-Raven. Δεν μπορώ να φανταστώ και να ζήσω σε ένα κόσμο χωρίς ‘ψυχή’. Ο κινηματογράφος είναι το χώμα, το στήριγμά μας στον κόσμο…

Συντελεστές
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Κωστούλα Τω-
μαδάκη
Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινημα-
τογράφου, ΕΡΤ, Τζίνα
Πετροπούλου
Διεύθυνση φωτογραφίας: Κατερίνα
Μαραγκουδάκη
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Μοντάζ: Στέλιος

 

Το «πατρινόραμα -hellenic» συνεχίζει το ταξίδί του  με… όραμα !Κυκλοφορεί την Μεγάλη Εβδομάδα με διπλό εξώφυλλο στα περίπτερα όλης της χώρας και σε επιλεγμένα πρακτορεία τύπου.