Πλατεία Γεωργίου!…H ΠΑΤΡΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ
Μια ιδέα φθινόπωρο πέρασε προχθές μέσα από τα σφενδάμια που στοιχισμένα σε διπλή σειρά παραστέκουν τιμητική φρουρά ένα γύρω την πλατεία, δημιουργώντας μαζί κι ένα σκιερό περιπατητικό διάδρομο στην κάψα του καλοκαιριού. Στάθηκε για λίγο χαϊδεύοντας τα μαλλιά της κόρης στο κάτω συντριβάνι -το… αναβρυτήριον της καθαρεύουσας- κι ύστερα ανέβηκε στο πάνω μέρος ν΄ ακούσει τον Πάνα στην κορυφή των χάλκινων λιονταριών που ακομπανιάρει χρόνια τώρα το κελάρισμα του νερού. Από το 1875 που τα είχαν φέρει από τη Γαλλία. Είχαν στοιχίσει 70.000 τοτινές δραχμές. Μια ιδέα φθινόπωρο προχθές πέρασε από την πλατεία. Χάζεψε για λίγο στο πρόγραμμα του Δημοτικού θεάτρου, συνόδεψε κάμποσο τον περίπατο δύο συνταξιούχων του Δημοσίου που με τα βιβλιάρια υγείας στο χέρι συζητούσαν, τι άλλο; Περί χοληστερίνης, σακχάρου και ουρικού οξέως και θορυβημένο -χτύπα ξύλο!- τους παράτησε για να πάρει από πίσω -θαυμάζοντας- δύο νεανικά μίνι που διάβαιναν βιαστικά, πως το έλεγε το τραγουδάκι των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, όταν τα φορέματα άρχισαν να ανεβαίνουν πάνω από το γόνατο. Γάμπες, γαμπίτσες, γαμπούλες, γαμπάρες, λαχτάρες, τρομάρες πολλές!
Ύστερα βαριεστημένο κάθισε στις πάνινες πολυθρόνες και βάλθηκε ν΄ αναλογίζεται τη χαμένη ομορφιά της άλλοτε τόσο αρχοντικής πλατείας.
– Θεέ μου, τι έχει φταίξει ετούτη η πόλη και βάλθηκαν να την ασχημήνουν σώνει και καλά. Λίγους μήνες πριν, είχαν μετατρέψει την πλατεία σε γήπεδο «χαντ μπωλ» στο όνομα ενός αθλητικού λαϊκισμού, καταστρέφοντας την ομορφιά και εμποδίζοντας τον μοναδικό περίπατο. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα μου εξήγησε ένας από τους επικεφαλής. Κάτι μου θύμισε αυτό. Κάπου το είχα διαβάσει στα χρόνια της αριστερής μας νεότητας. Ωριμάζοντας
κράτησα τις αντιρρήσεις μου.
Πλατεία Γεωργίου. Το πλήρες όνομά της είναι «πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Α΄». ΄Ομως η απαραίτητη σύντμηση της καθημερινής αναφοράς μαζί και η κάποια αλλεργία, η έστω λεκτική αποστροφή στις χρυσοποίκιλτες στολές με τα παράσημα και τα λοφία κατάργησε το «Βασιλέως» κι έμεινε σκέτο «Γεωργίου» χωρίς την «ελέω Θεού» άνωθεν δηλαδή καταβαίνουσαν θρονοκαθεδρία της βασιλείας.!
Παλαιά -κατά το ιστορικό λεξικό Τριανταφύλλου που είναι πολύτιμη πηγή- λεγόντανε Καλαμογδάρτη- από την εκεί υπάρχουσα ομώνυμη οικία. Αργότερα άλλαξε ονομασίες -μέχρι και… Θωμόπουλου- έγινε ένα διάστημα Όθωνος και κατέληξε Γεωργίου του Α΄ οριστικά.
– Οριστικά; Τίποτε δεν είναι οριστικό. Ποιος ξέρει πως θα λέγεται σε… 200 χρόνια- αν ζούμε
ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Πλατεία Γεωργίου ή Place Pigale της Πάτρας. Κέντρο αναφοράς της πόλης, μαζί με το Ψηλαλώνια και τον Αγ. Αντρέα.
Η πλατεία χρωστάει βέβαια κατά πολύ τη φήμη της στο Δημοτικό θέατρο -ο Απόλλων ε;– που χτισμένο το 1872 σε σχέδια του φημισμένου για την εποχή του Γερμανού αρχιτέκτονα ΄Ερνεστ Τσίλερ. Κάποιοι πολυταξιδεμένοι και πολλά γνωρίζοντες λένε ότι είναι μικρογραφία της περίφημης «Σκάλας» του Μιλάνου. Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι γνωστή κοσμική κυρία που καμώνεται την κοσμογυρισμένη ρωτήθηκε κάποτε: ΄Έχετε πάει στη Σκάλα του Μιλάνου; -Πως – πως. Αμέ. Είναι ίδια με τα σκαλιά της Αγίου Νικολάου, αλλά πιο λίγα.
Αυτό το θέατρο συγκέντρωνε την κοσμική -και όχι μόνο θεατρόφιλη κίνηση της Πάτρας και κανοναρχούσε τον ρυθμό της εξωβιομηχανικής ζωής, όντας αναπόσπαστα δεμένο με τα «μπουρμπούλια» που ήταν και η «Marka Depozitata» του πατρινού καρναβαλιού.
Άλλωστε το μεγάλο προνόμιο της -επίκεντρο πες- ήταν που βρίσκονταν ανάμεσα στην Άνω και Κάτω πόλη. Αι Πάτραι -να μη το ξεχνάμε που μάλλον προέρχεται από τους τρεις τότε δήμους. Αρόης, Πατρών και Ακτής Δυμαίων-νομίζω δεν παίρνω όρκο!
Με το δίκιο του ο αγράμματος ελληνοαμερικανός διάβαζε: Αϊ Πατράι.
ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΑΤΑ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΑ ΜΕΓΑΡΑ
Συμπληρωματικά της οπτικής αρχοντιάς, τα ωραιότατα νεοκλασικά μέγαρα του Ερμή -Σύλλογος εξαγωγικού εμπορίου- και του Εισαγωγικού Συλλόγου που υπογράμμιζαν με την παρουσία και την ονοματοθεσία τους τον μεσοαστικό χαρακτήρα της Πατραϊκής κοινωνίας -που τον διατηρεί και μέχρι τώρα- να μη γελιόμαστε. Μιας κοινωνίας εμπόρων, εργατικού προλεταριάτου, προσφυγικού επιπρόσθετου -που ενσωματώθηκε στον κορμό της
μετά το 1922 και πρόσφερε στην εργατική κυρίως τάξη- και μαζί βέβαια και επτανησιακής μετοικεσίας. Δύο ακόμη έντονες παρουσίες ήταν η παροικία των καθολικών με επίκεντρο την ωραιοτάτη «καθολική εκκλησία» όπου λειτουργούσε ο αλησμόνητος Ντον Μάρκο και ο βαθύτατα καλλιεργημένος ο Ντον Τζιοβάνι. Και η Αγγλική παροικία των εξαγωγέων-μεσιτών σταφίδας.
Όλοι γύρω από έναν συντηρητισμό και παραδοσιακές μνήμες. Μια κοινωνία συντηρητική που όμως διακρίθηκε στην πρωτοπορεία των συνδικαλιστών διεκδικήσεων. Μια κοινωνία απ΄ αυτές που σχοινοβατούν ανάμεσα στο μικρό και το μεγάλο χωρίς να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αυτά τα δύο κτίρια, μαζί με το φαρμακείο Κουρλαμπά στο κάτω μέρος της πλατείας, το Δημοτικό θέατρο και τα χάλκινα λιοντάρια είναι τα … «στοιχειά» της πλατείας.
Το θαυμάσιο κτίριο του Πανταζή -άλλοτε με τον Τρούλο του- έγινε πολυκατοικία. Το Μέγαρο Λόγου και Τέχνης κακότεχνο, μισοάλλαξε με κάποιο λίφτιγκ για να ταιριάζει στο γύρω χώρο. Και ευτυχώς η Εθνική Τράπεζα αναπαλαίωσε το εξαίρετο μέγαρο της γωνίας Κορίνθου-Πλατείας
δίνοντας-ξαναδίνοντας πιο σωστά- ένα από τα χαρακτηριστικά της. Μαζί κι έναν εξαίρετο χώρο εκθέσεων υψηλής τέχνης.
«Σ΄ αυτή την πλατεία έγιναν οι διασημότερες και πολυπληθέστερες προεκλογικές συγκεντρώσεις, όπου οι πολιτικοί αρχηγοί εκφωνούσαν -μάλλον … ξεφωνούσαν- τις υποσχέσεις τους. Και σ΄ αυτή την πλατεία απ΄ όπου ο Αντ. Καλαμογδάρτης είχε αναγγείλει το Σύνταγμα του 1843, ο Γεώργιος Παπανδρέου -ο … Γέρος- πραγματοποίησε την μεγαλύτερη προεκλογική συγκέντρωση που έχει δει η Πάτρα»
Ο ΥΠΑΙΘΡΙΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ Η ΜΠΑΝΤΑ
– Λαχεία. Τελευταίο και τυχερό… Δεν είναι βέβαια τελευταίο. Όσο για τυχερό… εξαρτάται! Απαραίτητο συμπλήρωμα της πλατείας ο λαχειοπώλης μαζί με τον Ηλία τον στιλβωτή στην επάνω ανατολική δεξιά γωνία.
΄Ελα εδώ -με φώναξε μια μέρα με την ιδιότυπη, λίγο μπερδεμένη φωνή του: Θέλουν να με διώξουν.
– Σώπα βρε Λιάκο – τον καθησύχασα.
Ποιος διανοήθηκε να διώξει ένα από τα… στηρίγματα τούτης της πλατείας.
– Ο αντιδήμαρχος!
– Όχι βέβαια. Απλούστατα ο αρμόδιος αντιδήμαρχος του υπέδειξε -και σωστά νομίζω- να συμμαζέψει τα κασελάκια του και τα συμπράγκαλα που έχει σκορπισμένα γύρω του. Μέχρι και… πολυθρόνα για όσους περιμένουν τη σειρά τους.
Μακάρι να γινόταν το ίδιο και για τα περίπτερα που μετατρέπουν τον γύρω χώρο σε αποθήκη χαρτοκιβωτίων.
Πλατεία χωρίς λούστρο, χωρίς λαχειοπώλη; Φτάνει που χάσαμε τη «μπάντα» που κάθε Κυριακή έπαιζε ουβερτούρες και ελαφρά μουσική σε διασκευές του αλησμόνητου μαέστρου Θεόφιλου Κάβουρα, αρχικά και του Κώστα Βαφειάδη αργότερα. Φτάνει που χάσαμε τον υπαίθριο φωτογράφο με την κλασική άσπρη μπλούζα και το ταμπλό που παρίστανε το Φάρο με την παλιοβούνα πίσω του.
Στην έξοδό τους οι νεοσύλλεκτοι του ΚΕΤΕΣ τότε -σήμερα ΚΕΤΧ- έπρεπε απαραίτητα να περάσουν απ΄ αυτόν για τις καθιερωμένες φωτογραφίες. Η μία… ερωτική. Η άλλη πατριωτική. Η πρώτη ήταν μέσα σε μια καρδιά μ΄ ένα βέλος πάντα κι άλλη. Από κάτω έγραφε: « Στέλνω κορμί που δε μιλά, σώμα που δεν κινείται, είναι όμως ενθύμιον που δεν αλησμονείται ».
Η άλλη ήταν μέσα σ΄ ένα δάφνινο στεφάνι με σημαίες στις δυο πλευρές. Η λεζάνατα έγραφε: Ή ταν ή επί τας. Μια άλλη εκδοχή
υπογράμμιζε: «Ω τριακόσιοι σηκωθείτε» σε μια κορδέλα που τύλιγε ολόγυρα τον νεοσύλλεκτο. Το … στραβάδι!
Κάπου κάπου εμφανιζόταν και «το μαλλί της γριάς» ή ο τύπος με τα μπαλόνια, που κυκλοφορούν μέχρι και σήμερα, ιδίως στο καρναβάλι. Και ο στραγαλάς ή αυτός που πουλούσε σάμαλι! Εκείνος που χάθηκε, ήταν ο Ζακυνθινός που πούλαγε μαντολάτο, σ΄ ένα δοχείο. Έπαιρνε από πίσω τις μανάδες που συνόδευαν μικρά παιδιά φωνάζοντας: Κλάψε μικρέ μου να σου πάρει η μαμά σου μαντολάτο!
Αυτό κράτησε για καιρό, ώσπου μια μέρα ένας πατέρας, μη αντέχοντας το επίμονο κλάμα του παιδιού, που παρακινημένο ήθελε… μαντολάτο, του μέτρησε «παρά μίαν τεσσαράκοντα». Από τότε το σλόγκαν άλλαξε: Είπε ο γιατρός μαντολάτο να τρως! Τουλάχιστον κρατούσε την ομοιοκαταληξία και ήταν και ανώδυνο, έως υγιεινό:
Πλατεία Γεωργίου. Μια ιδέα φθινόπωρο πέρασε προχθές κάτω από τις στοές, ένα γύρω, ψάχνοντας να βρει τα ίχνη της Πάτρας που αγαπήσαμε.
Στο επάνω μέρος της πλατείας ήταν ο έσπερος . Ο υπαίθριος κινηματογράφος όπου είχαμε δει τη «γέφυρα της αμαρτίας» με τον Ρόμπερτ Τέϋλορ και την Βίβιαν Λη. Κι ακόμα το «Σημάδι του Ζορό» με τον ΄Ερολ Φλυν.
ΤΟ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΥ
Δυο μαγαζιά πιο κάτω, επί της Κορίνθου ήταν το ζαχαροπλαστείο του Κόντου όπου μαζευόμαστε για λουκουμάδες, ριζόγαλο, μπουγάτσα ή κρέμα με κανέλλα επάνω.
Το ζαχαροπλαστείο του Κόντου ήταν διάσημο γιατί εκεί γινόντανε τα «ειδώματα». Δηλαδή στους γάμους από συνοικέδιο -όπως ήταν τότε η συνήθεια- έδιναν ραντεβού για να δει ο γαμπρός τη νύφη και να συζητήσουν τα οικονομικά: Η προιξ της προικός! Με… πάστα σοκολατίνα! Στη
γωνία κάτω από τον Εισαγωγικό ήταν το «Κέντρο» φημισμένο για τα μπιλιάρδα του όπου ο αείμνηστος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος τακτικός θαμώνας έπαιζε μπιλιάρδο με τον Γιώργο τον Τραγούδα κι άλλους συνομήλικους φίλους. Στη γωνία αριστερά από την πόρτα, ο Λουκάς Στάβερης -της Εθνικής Τράπεζας νομίζω, μακαριστός από χρόνιαέπαιζε σκάκι μανιωδώς, με τον Λυκούδη. τη μεγάλη φίρμα των ρεκτιφιέ. Ακριβώς απέναντι στην άλλη πλευρά ήταν και είναι -το διασημότερο ουζερί της Πάτρας. Ο Σταθάτος που είχε αναρτήσει και την περίφημη πινακίδα περί ούζου:
Το πρώτο φέρνει όρεξη, το δεύτερο ευθυμία, το τρίτο τη συζήτηση, το τέταρτο διαφωνία.Το πέμπτο φέρνει συμπλοκή,
το έκτο φασαρία,
το έβδομο την αστυνομία!
– Βάλε δύο ούζα παραγγέλναμε. Κι ένα δικό μου συμπλήρωνε κερνώντας τον εαυτό του ο μπάρμπα-Λιας, ο πατέρας του Χριστόδουλου.
– Μα που το βάζει τόσο ούζο που πίνει
-ρώτησα κάποτε έναν φίλο.
– Δεν ξέρεις το κόλπο μου απάντησε.
Σ΄εμάς βάζει ούζο και στον εαυτό του… νερό που το πληρώνουμε για ούζο. Μια ιδέα φθινόπωρο, μ΄ ανατρίχιασε προχθές. Μια ιδέα περασμένης ζωής. Μιας ζωής που ζήσαμε και ζούμε σ΄ αυτή την άλλοτε τόσο αρχοντική πλατεία. Την πλατεία που στάθηκε το… «Χάυντ Παρκ» της Πάτρας. Εδώ από το 1850 ο κάθε ρήτορας έπαιρνε μια καρέκλα ανέβαινε κι έβγαζε τον δεκάρικο: Ρητόρευε!
Σ΄ αυτή την πλατεία έγιναν οι διασημότερες και πολυπληθέστερες προεκλογικές συγκεντρώσεις , όπου οι πολιτικοί αρχηγοί εκφωνούσαν -μάλλον … ξεφωνούσαν- τις υποσχέσεις τους. Και σ΄ αυτή την πλατεία απ΄ όπου ο Αντ. Καλαμογδάρτης είχε αναγγείλει το Σύνταγμα του 1843, ο Γεώργιος Παπανδρέου -ο … Γέρος- πραγματοποίησε την μεγαλύτερη προεκλογική συγκέντρωση που έχει δει η Πάτρα μιλώντας απ΄ το μπαλκόνι πάνω από το ουζερί του Σταθάτου κι αρχίζοντας τον λόγο του με τη φράση: Λαέ των Πατρών, Ζήτω η Δημοκρατία!
«Η PLACE PIGALE ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ ΜΑΣ»
Κάποια στιγμή κάτι πήρε μέσα μου να γελάει σε μια θύμηση, ή τάχα να κλαίει;
Τι έπαθες; με ρώτησε.
Κυριακή πρωί η αστική Πάτρα έκανε τον περίπατό της στη λιακάδα της πλατείας. Μπροστά τα παιδιά, δυο βήματα πίσω οι
κυρίες και πιο πίσω οι σύζυγοι ξεκοκίζοντας τα άλλοτε κεχριμπαρένια, σήμερα πλαστικά κομπολόγια τους. Η κλασσική
οικογενειακή βόλτα.
Οι πιο «in» ήταν οι συνταξιούχοι της τέως βασιλικής χωροφυλακής Royal Baskinary -λέει φίλος απόστρατος στρατηγός της,- που συζητούν για τις αυξήσεις των συντάξεων: ΄Εμαθες; πόσο:
-Τι να σε κεράσω φίλε πρότεινα.
– Ευχαριστώ -αρνήθηκε ευγενικά: Με κέρασες ήδη εκείνο το ρίγος του κορμιού, εκείνη την πίκρα της νοσταλγίας κι εκείνα
τα δάκρυα που τόση ώρα κυλάνε χωρίς να τα σκουπίζεις, για την Πάτρα που αγαπήσαμε. Γι΄ αυτή την ωραία αρχοντική πλατεία. Την Place Pigale της Πάτρας μας.
Σταθήκαμε για λιγο χαζεύοντας ένα πιτσιρικά που κυνηγούσε περιστέρια. Η ωραία ηλικία της αθωότητας. Πιο κει σε ενα από τα παγκάκια ένα νεαρό ζευγάρι τάιζε ο ένας τον άλλον στραγάλια.
Η ιστορία των φτωχών εραστών σχολίασε ο Ρέμος Τι σου θυμίζει;
Έβαλα τα γέλια. Αδύνατο να κρατηθώ καθώς θυμήθηκα το ανέκδοτο με τον Βαγγέλα.
Λιμενεργάτης ο Βαγγέλας πήρε το αμόρε του τη Χρυσάνθη και κατέβηκαν βόλτα στον μόλο .
Χρυσάνθη μου θες στραγάλια;
-Δε θέλω Βαγγέλα. Δε θέλω.
Προχώρησαν κάμποσο στη βόλτα . Πάλι ο Βαγγέλας να τη κεράσει: Χρυσάνθη να σου πάρω στραγάλια;
-Δε θέλω. Δε θέλω Βαγγγέλα.
Φωνάζει τον Γαβρίλη ο Βαγγέλας που νοίκιαζε βάρκες για βολτα στον Πατραϊκό αλλά πριν μπούνε στη βάρκα ρωτάει.
-Χρυσάνθη μου να σου πάρω στραγάλια;
-Δε θέλω Βαγγέλα δε θέλω.
Μπαίνουνε στη βάρκα ξανοίγονται κάμποσο οπότε γυρίζει η Χρυσάνθη και λέει:
Βαγγέλα θέλω στραγάλια.
Τι βουτάς από τα μαλλιά να τη ρίξεις στη θάλασσα κύριε πρόεδρε ή όχι-είπε απολογούμενος ο τύπος όταν έφτασε στο δικαστήριο η υπόθεση γιατί πράγματι την αρπαξε από τα μαλλιά και τη βούτηξε στη θάλασσα.
( Για την ιστορία ο Γαβρίλης μαζί με τον Σκαρτσώρα ήταν οι δύο βαρκάρηδες που με ένα τάληρο-τότε-μας περνάγανε απέναντι
στον κυματοθραύστη να κάνουμε μπάνιο τα μεσημέρια και μετά μας ξαναφέρνανε)
ΤΑ 198 ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ
Πήραμε να κατηφορίζουμε την Αγίου Νικολάου άλλοτε κουβεντιάζοντας κι άλλοτε σωπαίνοντας ο καθένας απορροφημένος στις σκέψεις του. Κάποια στιγμή σαν κάτι να θυμήθηκε ρώτησε.
Θυμάσαι τον Π. τον Κόκκινο που λέγαμε. Ε λοιπόν κάνοντας βόλτα στο κλασικό νυφοπάζαρο πίσω από τις δύο τότε ντίβες της πατραϊκής νεολαίας την Τς… και τη Βο.. που πηγαίνανε όπως όλοι μας τη βόλτα από την πλατεία Γεωργίου μέχρι τον μόλο με επιστροφή και ήταν καθώς δήλωνε ο αθεόφοβος 2427 βήματα.
Κάπως έτσι με παρέσυρε να θυμηθούμε… «ημερών αρχαίων». Τον ιστορικό δρόμο π΄ αρχίζοντας από τα 198 σκαλοπάτια της κορυφής κατάληγε στον μώλο με τον κλασικό φάρο, όπου η κοσμική νυχτόβια Πάτρα συντηρούσε την παράδοση του ελαφρού τραγουδιού με τον Τζίμυ Μακούλη, τη Ζωή Νάχη, τη Νινή Ζαχά, την Εύα Στυλ, τη Δανάη, τον Τώνη Μαρούδα κι άλλους κι άλλες. ΄Έπαιζε πιάνο ο Βαφιεάδης, βιολί ο Μιχαήλ Ράινελ. (Θεός σ΄ χωρές τη Φράου Στέφυ, που μας μάθαινε Γερμανικά: Σπρέχεν ζι Ντόιτς; Γιαβόλ Φράου Στέφυ!) κατον Παπαγιαννάκη κορνέτα.
Μπλέξαμε του΄ πα. Με γυρίζεις πίσω 45
– μπορεί και περισσότερα – χρόνια. Τι προσπαθείς να μου θυμίσεις; Το Νυφοπάζαρο; Μηκέτι Φοίβος έχει καλύβην… απεσβέτω και λάλον ύδωρ!
Λάλον ύδωρ
η εφηβεία μας ανεβοκατέβαινε σε μια ρυθμική παλινδρομική κίνηση Πλατεία Γεωργίου – Μαιζώνος – Αγίου Νικολάου – Μώλος μέχρι Φάρο και ξανά αντίστροφα ακολουθώντας τα βήματα ενός πλατωνικού έρωτα π΄ άλλοτε προπορεύονταν κι άλλοτε κοντόστεκε να διασταυρώσει τα γεμάτα σημασία χαμόγελα ή τις πολυσήμαντες ματιές που κρυφαντάλλασαν τις ανομολόγητες επιθυμίες, του αρσενικού που ορέγονταν το θηλυκό. Του θηλυκού που αναζητούσε «ως η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων» τον αρσενικό θαυμασμό, επιβεβαίωση της γοητείας και της θηλυκότητάς της.
– Είναι 2.427 βήματα… περιπάτου – είπε από Πλατεία Γεωργίου έως τον Φάρο! Τα είχα μετρήσει φλερτάροντας… εκ του μακρόθεν(!) τη Γωγώ του Στ… που έκανε 4 φορές τη διαδρομή, σίγουρη για τη γοητεία της που μας έσερνε από τη… μύτη και μας ξεποδάριαζε.
– Ποιος συλλογίζονταν κούραση. Το πλήθος ανεβοκατέβαινε σε παρέες. Δύο-δύο. Τρεις-τρεις ή τέσσερις. Μας πείραζαν – πειράζαμε, στον αιώνιο νόμο της διαπάλης του κυνηγού με το θήραμα
– Τι ειν΄αυτό που το λένε αγάπη; Τι ειν΄αυτό; Φοράγαμε το καλό μας κουστούμι, παπούτσι γυαλισμένο, μαλλιά κολλημένα με … μπριγιόλ – αργότερα βγήκε το Μπρίλ Κρίμ – πιο μπροστά ήταν το …φιξατέρ.
Οι κοπελίτσες είχαν κιόλας παρατήσει τις κλασσικές κοτσίδες της «Αρσακειάδας κόρης» και μούσκευαν τον κόρφο και τις
μασχάλες με λεβάντα ή κολώνια Μενούνου – άρωμα λεμόνι. Οι… κάποιες των περί την πλατεία ΄Ολγας μεγάρων ή των Υψηλών Αλωνίων, είχαν κιόλας ανακαλύψει «λόγω μπαμπά» την Κοκό Σανέλ κι άκουγαν δίσκους της Εντίθ Πιάφ, και του Πωλ Γκεταρύ, ενώ στην Πάτρα το υπαρξιστικό κίνημα είχε φέρει στο Καρναβάλι τον αρχιυπαρξιστή τον Σίμο που κρέμαγε στο λαιμό του ένα περιδέραιο από … κουβαρίστρες κι είχε στο περίφημο τζιπ αντί για φανάρια λάμπες πετρελαίου και την αναγραμματισμένη επιγραφή: Μην οδηγείτε εις τον ομιλόν όταν το κίνημα ευρίσκεται εν οχήσει! Οι συνοικίες κατέχονταν «εν σώματι» συντεταγμένες θαρρείς, φορώντας αλατζάδες που ήταν η μόδα της μεσοαστικής τάξης. Μιας τάξης που προσπαθούσε να βγει απ΄ το εργατικό προλεταριάτο και να καθίσει όμοιος-ομοίω στις πολυθρόνες του Καραβίτη, δικαίωμα -και σφραγίδαάλλοτε των μεγαλοαστών που τρώγαν το παγωτό του ή τα … Μαρόν γκλασέ, πατέντα της Καραβίτειας ζαχαροπλαστικής μαστορειάς.
«Η αισθητική της Δικτατορίας αλλά και οι ανάγκες ενός σύγχρονου λιμανιού, για να είμαστε δίκαιοι – χάλασαν τον Φάρο και η αισθητική της Δημοκρατίας της νυν Δημοτικής Αρχοντιάς φύτεψαν στην Αγίου Νικολάου τις περίφημες προεκτάσεις πεζοδρομίων που θυμίζουν πλατφόρμες σιδηροδρομικού σταθμού επαρχιακού δικτύου! Ο αρχοντοχωριατισμός της εποχής μας.»
Η ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
Ο βόλτα άρχιζε «περί το … λυκόφως» δειλά-δειλά για να κορυφωθεί γύρω στις 9 οπότε λες και σήμαινε η σάλπιγγα την περίφημη Θοδώρα – το νυχτερινό προσκλητήριο. Ο δρόμος άδειαζε με μιας. ΄Αλλωστε η Δημογεροντία που είχε πιεί το φασκόμηλό της στο Σπλέντιτ – παραχωρούσε τη θέση της στην κοσμική Πάτρα που παρακολουθούσε τη νυχτερινή προβολή στο Ιντεάλ. Η γέφυρα της Αμαρτίας – Ρόμπερ Τέυλορ, Βίβιαν Λη ή την Καζαμπλάνκα με τον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ. Λίγο αργότερα ήταν που είδαμε για πρώτη φορά γυναίκα ολόγυμνη στην οθόνη. Λάνα Τάρνερ – Εξτάζ. Τρεις ημέρες συνέχεια ουρές στο ΄Άστυ!
Απέναντι απ΄ του Καραβίτη ήτα το ουζερί του Βογιατζή που είχε και τη μοναδική συνταγή για τη διάρροια: Κονιάκ με λάβδανο. Πιο κάτω ήταν ο Παυλίδης – Του Τζελετόπουλου.
Η κίνηση της «βόλτας’ το περιβόητο Νυφαπάζαρο έστριβε «σύσσωμη» Μαιζώνος
– Αγίου Νικολάου, διάσχιζε την πλατείας Τριών Συμμάχων, αγόραζε στραγαλοπασατέμπο απ΄ τα καροτσάκια – μόνιμα σταθμευμένα στις γραμμές του τραίνου – ή … τρένου! – κι έφτανε μέχρι τον περίφημο Φάρο. Χαζεύοντας κάπου-κάπου και τους ερασιτέχνες ψαράδες σπάρους ή και καμιά τσιπούρα σπανιώτερα, στις δύο πλευρές τις διαδρομής.
– Μολυσμένα νερά; Τι είναι αυτά που λες;
Ποιος ήξερε τέτοια … κόλπα!
Καθάριος ο Πατραϊκός ζούσε τις τελευταίες αναλαμπές της αρχοντιάς μιας Πάτρας που ανέμελη για τα μελλούμενα καθρέφτιζε τα φώτα της παραλίας στα ήσυχα νερά του λιμανιού. Το Hotel Majestic, το Σέσιλ, το Αγγλίας κράταγαν ακόμη μια ιδέα αριστοκρατικής πελατείας και το ρεστωράν «Μπατή» άρχιζε να μαζεύει τα τραπέζια με τα λευκά χιονάτα τραπεζομάντηλα καθώς τα τροχοφόρα άρχιζαν να πληθύνονται και η σκόνη του δρόμου να απαγορεύει την παραμονή και το υπαίθριο φαγητό.
Ωστόσο το Νυφαπάζαρο κράταγε άμυνα. Μέτραγε τα 2.427 βήματα απ΄ την πλατεία Γεωργίου ως το Φάρο αναζητώντας μιαν αίσθηση επίδειξης – συναγελασμού – και κουτσομπόλικης βόλτας. Αυτό που η εποχή μας ονομάζει … κοινωνικό σχόλιο!
ΕΝΑΣ ΨΙΘΥΡΟΣ ΓΙΑ … ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Τα βήματα αργά. Τα χέρια πολλές φορές αγκαζέ. Τα …μοντελάκια αλά … πασαρέλα. Καλοχτενισμένα τα κεφαλάκια. Σφιγμένες οι μεσούλες. Τριζάτα τα τα κουνάκια. Κι ανάμεσα σε δύο συναπαντήματα, ένα κλείσιμο ματιού, ένα χαμόγελο με υπονοούμενα, ένας ψίθυρος για … ραντεβού.
– Ρε συ, είδες πως με … κοίταγε;
– Να πάρουμε και τη φίλη της μαζί, να πάμε κατά τη Γλυφάδα;
– Σώπα ρε. Δεν είδες τη … μάνα της από πίσω;
Ναι ΄Ήταν όχι σπάνιο το φαινόμενο η μεγάλη αδελφή, η μάνα, ο πατέρας, ακόμα και ο … μπάρμπας να συνοδεύουν την «ντεμπυντάντ» στη βόλτα, σαν τον έμπορο που διαφημίζει την πραμάτεια του. Επάνω – κάτω. Κάτω – επάνω. Ασταμάτητα. Ακούραστα. Ανέμελα. Το Νυφοπάζαρο. Η παρραρέλα της μεσοαστικής τάξης.
– Τι απόμεινε απ΄ όλα αυτά;
Ε, πως! Για κοίτα το νεοκλασικό της άλλοτε οικίας Κρεμύδη, που ανακατασκευασμένο – θυμίζει τις παλιές δόξες μιας αισθητικής που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της in memorian ενός απωλεσθέντος παραδείσου. Το ήδη κτίριο Ζάρα.
– Ναι. Συμφωνώ. Μόνο έτσι που καμαρώνει στην «εκχυδαϊσμένη» κίνηση της Αγίου Νικολάου θυμίζει πίνακα κλασικής νοοτροπίας σε… σουαρελιστική κορνίζα.
΄Αλώστε δεν είναι το μόνο. Η αισθητική της Δικτατορίας – αλλά και οι ανάγκες ενός σύγχρονου λιμανιού, για να είμαστε δίκαιοι – χάλασαν τον Φάρο και η αισθητική της Δημοκρατίας της νυν Δημοτικής Αρχοντιάς φύτεψαν στην Αγίου Νικολάου τις περίφημες προεκτάσεις πεζοδρομίων
που θυμίζουν πλατφόρμες σιδηροδρομικού σταθμού επαρχιακού δικτύου! Ο αρχοντοχωριατισμός της εποχής μας. Δεν είναι ο μόνος άλλωστε.
Θυμίζει λίγο τον αμίμητο Φωκίωνα Δημητριάδη που σκιτσάριζε τον αξέχαστο Ευάγγελο Αβέρωφ με φράκο και… τσαρούχια.
Πάμε να φύγουμε – είπε. Δεν το αντέχω. Γύρισα από την ξενιτειά 45 χρόνων λαχταρώντας να βρω την Πάτρα και βρήκα τι;
Ε, όχι. ΄Έχει και τώρα τις ομορφιές της. Τις πολλές και μεγάλες και ανεκτίμητες ομορφιές. ΄Ένα θηλυκό που μάχεται τον χρόνο με λίφτινγκ και με Ντιόρ. Μόνο που κάπου – κάπου θυμίζει … Σαλβατόρ Νταλί. Μήπως εμείς μείναμε ίδιοι; Για σκέψου το λίγο. Μήπως αλλάξαμε περισσότερο
εμείς. Η Πάτρα 1950 έχει μείνει ιστορία.
Κοντεύει να γίνει παραμύθι. Κι εμείς;
– Εμείς απλώς μείναμε νεαροί παρελθούσης χρήσεως.