Η  Αργυρώ Μαργαρίτη μιλά στο “π” για το βιβλίο της  “Μαστοιχειώ, το δάκρυ του σκίνου”

Λίγο πριν παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό το νέο της βιβλίο Μαστοιχειώ – Το δάκρυ του σκίνου, η Αργυρώ Μαργαρίτη ανοίγει την καρδιά της στο Πατρινόραμα Hellenic και στη δημοσιογράφο Ευτυχία Λαμπροπούλου. Με λόγο γήινο και βαθιά ανθρώπινο, μιλά για μια ιστορία που γεννήθηκε από έρευνα τεσσάρων χρόνων, αλλά κυρίως από μια εσωτερική ανάγκη να φωτίσει εκείνες τις ζωές που συχνά μένουν στη σκιά: τις γυναίκες μιας άλλης εποχής, σμιλεμένες από σκληρά ήθη, μυστικά και σιωπές που πόνεσαν, αλλά δεν λύγισαν.

Η συγγραφέας θυμάται τις πρώτες σπίθες της έμπνευσης, τότε που αναζητούσε ναυτικά δρομολόγια για ένα άλλο έργο και βρέθηκε να ταξιδεύει στην ιστορία της Χίου, των ιστιοφόρων, των ατμόπλοιων και της ναυτεμπορικής παράδοσης. «Οι ήρωες σήκωσαν μπαϊράκι» λέει γελώντας, περιγράφοντας πώς οι χαρακτήρες της ξεπήδησαν από τα αρχεία, τα θρύψαλα της μνήμης, τις σελίδες των παλιών βιβλίων και από ένα απρόσμενο εύρημα: τη λέξη μαυλομαχαλάς. Μια λέξη που, όπως η ίδια εξομολογείται, «γύρισε τον κόσμο ανάποδα» και καθόρισε τη μοίρα μιας ηρωίδας της.

Κι όμως, πίσω από την ιστορία υπάρχει κάτι ακόμη πιο βαθύ: το συναίσθημα της συγγραφέως για την ανθρώπινη αντοχή. Στις πέντε γυναίκες του Μαστοιχειώ, τη Λουκία, τη Βαλεντίνη, την Ερεφύλη, την Αγγέλα και τη Φλουρού, καθρεφτίζει το πείσμα όσων μαθαίνουν να ζουν μέσα σε συμβιβασμούς, φόβους και κοινωνικούς κανόνες, αλλά τελικά διεκδικούν τη δική τους ανάσα. «Δεν σχεδιάζω τίποτα. Φυτεύω σποράκια και περιμένω τα παραμύθια ν’ ανθίσουν» λέει με εκείνη τη γλυκιά βεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις αφηγήτριες της παράδοσης.

Η Αργυρώ Μαργαρίτη υποδέχεται τους αναγνώστες της όχι ως απλούς θεατές, αλλά ως συνταξιδιώτες σ’ ένα μεγάλο θαλασσινό ταξίδι. Ένα ταξίδι όπου το παρελθόν δεν είναι μουσειακό, αλλά ζωντανό· όπου η μαστίχα στάζει ακόμα σαν δάκρυ από τη μνήμη· όπου η ανθρώπινη ιστορία αποκτά ξανά φωνή μέσα από λέξεις που δεν φοβούνται την αλήθεια.

Με αυτή τη συνέντευξη, η συγγραφέας μάς ανοίγει έναν δρόμο που οδηγεί στο εσωτερικό τοπίο του βιβλίου της. Έναν δρόμο που μυρίζει σκίνο, θαλασσινό αγέρα και χτύπο καρδιάς.

Το «Μαστοιχειώ» έχει έναν έντονα ιστορικό και συναισθηματικό πυρήνα. Ποια ήταν η πρώτη σπίθα που σας οδήγησε στη συγγραφή αυτής της ιστορίας; Υπήρξε κάποιο πραγματικό πρόσωπο ή γεγονός που σας ενέπνευσε;

Η έμπνευση έρχεται από μικρές σπίθες ή πυρκαγιές. Η αρχική ιδέα φυτεύτηκε όταν έγραφα τη Γέρση, το μικρασιάτικο μυθιστόρημα. Έψαχνα τότε να βρω πόσο χρόνο θέλει ένα καράβι να φτάσει από το Γιοχάνεσμπουργκ στη Σμύρνη. Ήταν σημαντικό το χρονικό όριο γιατί εκεί επάνω χτιζόταν ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Ψάχνοντας, έμαθα για τα ατμόπλοια και τα ιστιοφόρα, κι αφού το ένα φέρνει το άλλο,  εγώ ξήλωνα το παρόν για να μάθω πού επάνω χτίστηκε. Όταν διάβασα για τη Χίο και τη ναυτοσύνη της, σκέφτηκα να γράψω  ένα μυθιστόρημα για δυο αδέλφια όπου ο ένας θέλει να επενδύσει το αδελφομοίρι του, το μερτικό του από την πατρική κληρονομιά στα ατμόπλοια και ο άλλος να παραμείνει πιστός στα ιστιοφόρα. Έτσι το φαντάστηκα, αλλά δεν υπολόγισα ότι οι ήρωες σηκώνουν μπαϊράκι και κάνουν του κεφαλιού τους.

Στο βιβλίο συναντάμε μια ηρωίδα που καλείται να σταθεί απέναντι σε δύσκολες αποφάσεις και κοινωνικές συνθήκες. Πώς δουλέψατε τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της; Ποια στοιχεία της εποχής ήταν τα πιο απαιτητικά στην απόδοση;

Οι βασικές ηρωίδες είναι: η Λουκία, η Βαλεντίνη, η Ερεφύλη, η Αγγέλα και η Φλουρού. Η  κάθε μια είναι μια ιστορία από μόνη της, ένας θεατρικός μονόλογος που άλλοτε μοιάζει με αφήγηση παραμυθιού, εξομολόγηση αμαρτιών ή εφιάλτης. Πέντε γυναίκες διαφορετικές που τις διαπερνά μια μεταξωτή κλωστή κρατώντας τες δεμένες στο ίδιο μυστικό, ακόμα κι αν δεν γνωρίζονται όλες μεταξύ τους. Σε ότι αφορά τον χαρακτήρα τους, εγώ απλά τις παρακολουθούσα. Καθεμιά αντέδρασε διαφορετικά όταν ήρθε η στιγμή της μεγάλης απόφασης.  Όσο για την εποχή, οι άνθρωποι των καιρών είναι μεγαλωμένοι στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, εγώ όμως όφειλα να τις μελετήσω, να μάθω νόμους γραφτούς και άγραφους μήπως και καταφέρω να δικαιολογήσω ή να καταλάβω τις αποφάσεις που πήραν.

Η θάλασσα και το ταξίδι μοιάζουν να έχουν συμβολική παρουσία στο έργο. Τι σημαίνουν για εσάς και πώς εντάσσονται στην αφήγηση;

Δεν μου αρέσουν οι συμβολισμοί γιατί ο καθένας αποσυμβολίζει όπως του ταιριάζει.  Το θαλασσινό ταξίδι  είναι τρανή απόδειξη πως ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να περπατήσει στο νερό και να μη βουλιάξει, να πετάξει στον αέρα και να μην γκρεμοτσακιστεί. Κι αυτό το μεγαλείο είναι του ανθρώπου η ευχή και η κατάρα του. Ο αποσυμβολισμός, δικός σας!

Πόσο εκτεταμένη ήταν η ιστορική έρευνα για το συγκεκριμένο βιβλίο; Υπήρξε κάποιο εύρημα ή ιστορικό στοιχείο που σας εξέπληξε και τελικά επηρέασε την πλοκή;

Ένα ιστορικό μυθιστόρημα είναι ταξίδι στο χρόνο. Μαγικό ταξίδι, πιστέψτε με. Η  χρονική περίοδος και ο τόπος είναι ο καμβάς για να κεντήσω την ιστορία μου, εγώ οφείλω να διαλέξω κλωστές, χρώματα και σχέδια που να ζωγραφίζουν την αλήθεια των καιρών. Αυτός είναι ο λόγος που χρειάστηκα σχεδόν τέσσερα χρόνια έρευνας: σε μυθιστορήματα εποχής, κυρίως ξένης λογοτεχνίας, σε αρχειακό υλικό, σε πανεπιστημιακές διατριβές, σε παραμύθια, θρύλους, παραδόσεις, οδοιπορικά περιηγητών και βιβλία μαγειρικής, αρχιτεκτονικής, η έρευνα δεν είχε τέλος! Έπρεπε να μάθω για τα ιστιοφόρα, πώς χτίζονταν, από πού έφερναν οι καραβοτεχνίτες τα προικιά τους. Να μάθω για την καλλιέργεια της μαστίχας, για το μετάξι, για τα ήθη και τα έθιμα της εποχής. Μα πάνω απ’ όλα ήθελα να μάθω τη γλώσσα τους, τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν, τα φαγητά που μαγείρευαν, τα ρούχα, τη θέση της γυναίκας  κι άλλα πολλά. Εκατοντάδες ψηφίδες, εκατοντάδες κλωστές και υφές για το μυθιστορηματικό μου κέντημα.

Και κάπου σε ένα παλιό βιβλίο του 1850, διαβάζω τη λέξη «μαυλομαχαλάς» και γύρισε ο κόσμος ανάποδα! Μαυλο- από το εκμαυλίζω, μια δυνατή αρχαιοελληνική λέξη, και μαχαλάς= γειτονιά, μια λέξη τούρκικη. Είναι η γειτονιά με τα κόκκινα φανάρια. Και τότε αποφασίζω  μια από της ηρωίδες μου να είναι πόρνη σε μαυλομαχαλά!

Ποιο θεωρείτε ότι είναι το κύριο μήνυμα ή συναίσθημα που θέλετε να πάρει ο αναγνώστης όταν κλείσει το βιβλίο;

Δεν δίνω μηνύματα, αν κρύβονται κώδικες δεν το κάνω εσκεμμένα. Θέλω  ο αναγνώστης μου να κάνει το ταξίδι, να χωθεί κάτω από τις λέξεις, να δαγκώσει τις λέξεις να νιώσει την πίκρα και τη γλύκα τους, να οσφρανθεί την οσμή τους. Να γίνει μέρος της εικόνας, να σκαρφαλώσει μαζί με τον Ρήγα στο κατάρτι, να κουβαλήσει ξύλα στον ταρσανά μαζί με τον Στεφανή για να χτίσει μαζί του το γολετόμπρικο,  να κυλιστεί στα βρώμικα σεντόνια με τη Φλουρού, να θέλει να κόψει τις αλυσίδες της Λουκίας φωνάζοντας στον Αυγουστή πως κάνει λάθος. Και να καταπιεί το μυστικό, γιατί έτσι πρέπει. Αν ο αναγνώστης μου απολαύσει αυτό το ταξίδι, έχω κάνει κάτι πολύ σπουδαίο και θα αισθάνομαι περηφάνια!

Κατά τη συγγραφή, υπήρξε κάποια στιγμή που ο ίδιος ο μύθος «σάς οδήγησε» σε μια ανατροπή ή σε εξέλιξη που δεν είχατε αρχικά σχεδιάσει;

Τίποτα δεν σχεδιάζω.  Σποράκια φυτεύω για να φυτρώσουν παραμύθια με ήρωες. Παραμύθια που δεν ξέρω την ιστορία τους, απλά ακολουθώ. Όλα μου τα βιβλία είναι γεμάτα από ανατροπές, λατρεύω την πλοκή, το απρόοπτο, το μη αναμενόμενο.  Ζω μαζί με τα πρόσωπα του βιβλίου.  Ερωτεύομαι, θυμώνω, λυπάμαι και χαίρομαι. Το έχω παραδεχτεί αυτό στο «Μαύρο Κανταϊφι», ένα ιδιόρρυθμο μυθιστόρημα  που έγραψα το 2005.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση και ποια η μεγαλύτερη χαρά στο να παρουσιάζετε μια ιστορία τόσο στενά δεμένη με την ιστορική μνήμη και την ανθρώπινη μοίρα;

Το ταξίδι… σαν συγγραφέας και σαν αναγνώστρια. Αυτό το ταξίδι  της συγγραφής και της ανάγνωσης είναι κλειδί για  δυνατά συναισθήματα.

Ποιος είναι ο ρόλος που παίζουν οι ζωντανές παρουσιάσεις στη σχέση σας με τους αναγνώστες και τι περιμένετε από τη συνάντηση αυτή;

Η κάθε παρουσίαση του βιβλίου μου είναι γιορτή. Τρελαίνομαι να μιλώ με όσους θέλουν να μοιραστούν την αναγνωστική τους εμπειρία και σκέψη. Μου αρέσει πολύ να βρίσκομαι  ανάμεσα σε κόσμο, να περιγράφω τη διαδικασία της συγγραφής, να γινόμαστε μια παρέα, συνταξιδιώτες σ’ ένα… μπάντικο ξύλο! Μαζί με τη Μαστοιχειώ, το στοιχειό,  την ξωτικιά του βιβλίου…