Γιάννης Χαριτάντης συγγραφέας στο “π” : «Γράφω όπως αισθάνομαι, όχι όπως επιβάλλεται»

Στην εποχή της ταχύτητας και της επιφανειακής πληροφόρησης, η ανάγκη για ουσιαστικό λόγο, βαθιά βιώματα και γνήσια συγκίνηση μέσα από τη λογοτεχνία παραμένει αδιαπραγμάτευτη. Στην παρούσα συνέντευξη, συνομιλούμε με έναν άνθρωπο που ανακάλυψε σχετικά αργά την εσωτερική του ανάγκη να καταγράψει σκέψεις, μνήμες και ιστορίες, όχι για το αναγνωστικό κοινό αρχικά, αλλά για να τις αφήσει ως παρακαταθήκη στο χρόνο. Ένας συγγραφέας που μετατρέπει την απλότητα της καθημερινότητας σε λογοτεχνική ύλη και καταθέτει τη δική του αλήθεια με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Μια φωνή που δεν διεκδικεί τον τίτλο του λογοτέχνη με φανφάρες, αλλά τον κατακτά μέσα από το ήθος, τη συνέπεια και την ευθύνη του δημιουργού.

Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ξεκινήσετε να γράφετε; Υπήρξε κάποια καθοριστική στιγμή;

Εκεί γύρω στα εξήντα μου χρόνια αισθάνθηκα ότι υπάρχουν μέσα μου πράγματα που ήθελα να τα περάσω στο χαρτί, έτσι για να μείνουν σε κάποιο συρτάρι ως αναμνήσεις. Στην αρχή δεν με ενδιέφερε η δημοσίευση τους. Κάποιοι φίλοι που διάβασαν τα πρώτα κείμενα μου με ενθάρρυναν να τα εκδώσω. Έτσι, το 2008 προέκυψε το πρώτο μου βιβλίο, “Οδός Ευξείνου Πόντου“, που αναφέρεται στη γειτονιά που μεγάλωσα στη Δράμα, και είναι βιωματικού χαρακτήρα. Ήταν ένα εφαλτήριο για τα επόμενα μου βήματα.

Οι ήρωές σας έχουν συχνά βαθιά ανθρώπινες αδυναμίες. Είναι εμπνευσμένοι από αληθινά πρόσωπα;

Προσπαθώ να βλέπω τους ανθρώπους με τα θετικά τους στοιχεία, από τα οποία μπορούν να προκύψουν αισιόδοξα μηνύματα για τον αναγνώστη. Τα κείμενα μου σπάνια ξεπηδούν από ιστορίες συγκεκριμένων ανθρώπων, ωστόσο, έχουν έντονο ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Είναι το καταστάλαγμα πολλών εμπειριών που έχουν περάσει πρώτα από το φίλτρο και την επεξεργασία του νου.

Ποιο βιβλίο σας νιώθετε ότι σας καθόρισε περισσότερο και γιατί;

Έχω συγγράψει δέκα βιβλία. Το τελευταίο μου βιβλίο με τίτλο, “ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ“, από τις εκδόσεις ΚΟΥΡΟΣ, περιλαμβάνει 14 νεανικά διηγήματα  γραμμένα για νέους που έχουν μάθει να διαβάζουν και να κατανοούν αυτά που διαβάζουν. Δεν είναι όμως παιδικό βιβλίο. Είναι μια δουλειά που την πάλευα πολύ καιρό, αφού, ορισμένα από τα διηγήματά μου έχουν εκδοθεί και παλαιότερα. Ωστόσο, το βιβλίο, που με καθόρισε περισσότερο, είναι οι “Τραντέλληνες“, από τις εκδόσεις Φιλύρα, που είναι ένα επικό ποίημα, μια ελεγεία, που αναφέρεται στην μακραίωνη ιστορία των Ελλήνων του μυθικού Πόντου. Είναι ένα έργο ψυχής.

Πώς γεννιέται μια ιστορία για εσάς; Ξεκινά από έναν χαρακτήρα, μια εικόνα ή ένα συναίσθημα;

Γράφω κυρίως διηγήματα που προκύπτουν από ερεθίσματα του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός μου. Αυτά γίνονται μέσα μου εικόνες τις οποίες προσπαθώ να απεικονίσω με λέξεις που να αφήνουν κάποιο αποτύπωμα-μήνυμα στον αναγνώστη. Και δεν το κάνω εσκεμμένα. Προκύπτει από μόνο του καθώς ξετυλίγεται αυθόρμητα ο λόγος. Το διήγημα και ιδιαίτερα ο μύθος δεν γράφονται απλώς για να γεμίζει κάποιο χαρτί. Πιστεύω πως θα πρέπει να κάνουν τον αναγνώστη να σκέφτεται και να αναρωτιέται. Τι θέλει να πει άραγε “ο ποιητής“.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο ρίσκο που έχετε πάρει ως συγγραφέας και άξιζε τελικά;

Από τη στιγμή που κάποιο κείμενο βγει στον αέρα αποτελεί ταυτόχρονα και ένα ψυχόγραμμα του ίδιου του συγγραφέα. Η κάθε λέξη και η κάθε πρόταση δεν περνάει στο χαρτί τυχαία, αλλά φιλτράρεται πρώτα στον νου και την προσωπικότητα του συγγραφέα. Επομένως, ο αναγνώστης πέρα από την ιστορία και την λογοτεχνική αρτιότητα του κειμένου σχηματίζει μια εικόνα και για τον συγγραφέα. Αυτό είναι το μόνο ρίσκο που αναλαμβάνει ο συγγραφέας. Αν το φοβάται αυτό, τότε, δεν κάνει για συγγραφέας. Αν, όμως, είναι συνεπής με τα πιστεύω του και ειλικρινής με τον αναγνώστη, τότε, γνωρίζει καλά τον εαυτό του και μαζί με το κείμενό του δεν φοβάται να εκθέσει και την προσωπικότητα του.

Πώς βλέπετε τη λογοτεχνία στην Ελλάδα σήμερα; Βρίσκει ακόμη τον δρόμο της στην νεολαία;

Η λογοτεχνία στην Ελλάδα εμφανίζει άνθιση, αν κρίνουμε από το πλήθος των συγγραφέων και τον αριθμό των βιβλίων που εκδίδονται. Ωστόσο, αυτή η άνθιση δεν κατοπτρίζεται στο  οικονομικό ισοζύγιο. Η νεολαία δεν διαβάζει πολύ, πάντως διαβάζει περισσότερο από την εποχή που εγώ ήμουν νέος. Το βιβλίο δεν πρέπει να το βλέπουμε μόνο σαν μια πηγή γνώσης, αλλά και ως το μέσον που έχει την ιδιότητα να οργανώνει τον εγκέφαλο με τρόπο που να μπορεί να εκφράζει τα συναισθήματα και τον ψυχισμό μας. Μάρτυρας η ιστορία πολλών αιώνων. Το βιβλίο είναι και μια εικόνα της εποχής που γράφτηκε. Όταν, για παράδειγμα, διαβάζετε Παπαδιαμάντη, αμέσως έχετε και μια εικόνα της εποχής του. Άρα το βιβλίο κινηματογραφεί. Δίπλα στο προσκεφάλι μας είναι ανεκτίμητο δώρο. Μακάριοι όσοι το αντιλαμβάνονται και το μεταφέρουν και στα παιδιά τους.

Υπάρχει κάποιο θέμα που διστάζετε να αγγίξετε στη γραφή σας; Αν ναι, γιατί;

Υπάρχουν πολλά θέματα που δεν θέλω να τα αγγίξω και είναι αυτά  που δεν τα γνωρίζω καλά. Προτιμώ να στέκομαι σε αυτά τα οποία μπορώ να προσεγγίζω με τις γνώσεις και το συναίσθημα μου. Γνωρίζω τις δυνατότητες μου και γι αυτό φροντίζω να μην γίνομαι παράτολμος.

Τι ρόλο παίζει η καθημερινότητα και η κοινωνική πραγματικότητα στο έργο σας, καθώς καθορίζετε μέσα από αυτές τις παιδικές συνειδήσεις και τις εφηβικές ψυχές;

Η καθημερινότητα και η κοινωνική πραγματικότητα συνήθως εκφράζεται μέσα από τα χρονογραφήματα. Η λογοτεχνία έχει άλλο ρόλο. Η παιδική συνείδηση, τα συναισθήματα καθώς και τα παιδικά τραύματα περνάνε στη λογοτεχνία και την ποίηση κρυμμένα μέσα σε λέξεις κατάλληλα επιλεγμένες. Τότε, αυτές οι λέξεις γίνονται εύγλωττες εικόνες που έχουν παραμείνει ανεξίτηλες στο νου. Είναι τότε που λέμε ότι οι λέξεις μιλούν από μόνες τους.

Έχετε κάποιες συγγραφικές συνήθειες ή τελετουργικά όταν γράφετε;

Όχι, δεν έχω συγγραφικές συνήθειες ούτε ακολουθώ κάποια συγγραφική τεχνοτροπία. Είμαι αυτοδίδαχτος και παρορμητικός και εμπιστεύομαι το συναίσθημά μου. Επίσης, μου αρέσει να χρησιμοποιώ την ελληνική γλώσσα, όπως  την έμαθα και δεν με τρομάζει που δεν γνωρίζω τόσο καλά την δημοτική. Αυτό το ονομάζω ελεύθερο λόγο χωρίς γλωσσικούς περιορισμούς και μου αρέσει πολύ.

Αν ένας νέος αναγνώστης είχε να διαβάσει μόνο ένα δικό σας έργο, ποιο θα του προτείνατε και γιατί;

Θεωρώ ότι το βιβλίο μου, “Όνειρο μου όμορφο“, των εκδόσεων Φιλύρα που περιέχει 12 διηγήματα είναι χαρακτηριστικό του τρόπου που σκέφτομαι.

Τέλος, θα θέλαμε να μας πείτε για την συνεργασία σας με τις εκδόσεις “Κούρος”. 

Με τις εκδόσεις “ΚΟΥΡΟΣ“ έχω εκδώσει δυο βιβλία: το πρόσφατο μου βιβλίο, στο οποίο ήδη αναφέρθηκα και “ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ“, που είναι βιβλίο και ακουστικό βιβλίο. Ο αναγνώστης μπορεί να ακούσει 10 διηγήματα που αφηγούνται εξαίρετοι αφηγητές και  ταυτόχρονα να ακούσει πρωτότυπη μουσική πιάνο που γράφτηκε αποκλειστικά για τα διηγήματα. Ο εκδότης μου υποστήριξε από την πρώτη στιγμή τις πρωτοβουλίες που του πρότεινα και υιοθέτησε την ύπαρξη QRcode στο βιβλίο που περιέχει το ακουστικό μέρος του βιβλίου. Και είναι το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε με αυτόν τον τρόπο. Η συνεργασία μου με τον εκδοτικό οίκο υπήρξε άψογη.

 

Μέσα από τη συζήτησή μας, διαφαίνεται ξεκάθαρα πως η συγγραφή για τον συγκεκριμένο δημιουργό δεν αποτελεί απλώς μια τεχνική πράξη, αλλά έναν τρόπο ζωής, μια μορφή εσωτερικού διαλόγου και αυτογνωσίας. Κάθε του λέξη είναι αποτέλεσμα βαθιάς επεξεργασίας, κάθε του έργο καθρεφτίζει την ψυχή του. Και αυτό, ίσως, είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να προσφέρει ένας συγγραφέας στον αναγνώστη του: να τον φέρει σε επαφή με κάτι αυθεντικό. Σε μια εποχή που πολλά μοιάζουν εφήμερα, η ματιά του, ριζωμένη σε μνήμες και αξίες, μάς θυμίζει ότι η λογοτεχνία εξακολουθεί να είναι ένα καταφύγιο σκέψης και αισθήματος – αρκεί να την πλησιάσουμε με σεβασμό και ανοικτή καρδιά.