Η Πάτρα κατά τον 19ο αιώνα

Στο κείμενο που ακολουθεί, ο Δικηγόρος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας Χρήστος Αθαν. Μούλιας μας μεταφέρει με γλαφυρότητα στην Πάτρα του 19ου αιώνα μια πόλη που, από εμπορικό κέντρο της σταφίδας και πύλη επικοινωνίας με τη Δύση, γνώρισε περιόδους ακμής, κρίσης και κοινωνικών μετασχηματισμών. Μέσα από την ιστορική του ματιά, αναβιώνει η πορεία της πόλης από τα χρόνια της απελευθέρωσης έως τη σταφιδική κρίση, φωτίζοντας τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της. Ένα κείμενο που συνδυάζει την τεκμηριωμένη αφήγηση με τη νοσταλγία για μια εποχή καθοριστική για τη σύγχρονη ταυτότητα των Πατρών.

            Τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης η Πάτρα ήταν μία από τις πλέον ακμάζουσες ελληνικές πόλεις,  δεύτερη σε μέγεθος μετά τα Γιάννενα. Το ευρωπαϊκό εμπόριο και κυρίως το εμπόριο της σταφίδας, η συχνή επαφή με ευρωπαϊκά λιμάνια και η διαμονή στην πόλη προξένων, διαπιστευμένων στις τουρκικές αρχές, της είχαν προσδώσει αίγλη και την είχαν καταστήσει το πιο ακμαίο μεταφορικό κέντρο της Πελοποννήσου.

Ο πληθυσμός της, τις παραμονές του Αγώνα, έφθανε περίπου τις 10.000 -15.000 κατοίκους, από τους οποίους το ένα τρίτο ήσαν Τούρκοι,  υπήρχαν 17 εβραϊκές οικογένειες και οι υπόλοιποι ήσαν χριστιανοί.

Η πόλη απελευθερώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1828, όταν οι ηγέτες των Τούρκων των Πατρών συνθηκολόγησαν με τους Γάλλους του Εκστρατευτικού Σώματος της Πελοποννήσου  και τους παρέδωσαν το φρούριο και στα τέλη του μηνός και το φρούριο του Ρίου.

Η εικόνα που παρουσίαζε η Πάτρα όταν απελευθερώθηκε, τον Οκτώβριο 1828, κάθε άλλο παρά ταίριαζε στο προηγούμενο μεγαλείο της. Λόγω των καταστροφών που είχαν προκληθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα και την καταφυγή πολύ μεγάλου αριθμού πατρινών στα Επτάνησα και σε άλλα γειτονικά μέρη, για να αποφύγουν τις τουρκικές θηριωδίες, η πόλη είχε ερημώσει, είχε περιπέσει σε έσχατο μαρασμό και η εικόνα που παρουσίαζε ήταν ενός ασήμαντου, δυσώδους και ημικατεστραμμένου πολίσματος.

Μόλις απελευθερώθηκε επέστρεψαν πολλοί παλαιοί οικισταί της, που την είχαν εγκαταλείψει, φοβούμενοι τους Τούρκους και εγκαταστάθηκαν και πολλοί Έλληνες από αλύτρωτες τότε περιοχές, τη Στερεά Ελλάδα, την Ήπειρο και τα Επτάνησα και από άλλα μέρη της Πελοποννήσου και πολλοί ξένοι, κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί. Αργότερα, λόγω του σταφιδεμπορίου εγκαταστάθηκαν και Άγγλοι και σύντομα έφτασε να αριθμεί 4.000 κατοίκους.

Η συρροή αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, η άθλια κατάσταση της πόλης και ο επερχόμενος χειμώνας επέβαλαν την ανάγκη άμεσης οικοδόμησης, για να αντιμετωπισθούν, έστω και υποτυπωδώς, οι τρέχουσες οικιστικές ανάγκες. Η κατάσταση που προέκυψε δεν άφησε αδιάφορο τον Καποδίστρια, ο οποίος απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην Πάτρα, που την προόριζε να αποβεί το κύριο εμπορείο της Ελλάδος προς την Δυτική Ευρώπη. Ανέθεσε στον λοχαγό του μηχανικού στο γαλλικό στρατό και γεωμέτρη Σταμάτη Βούλγαρη να συντάξει το πολεοδομικό της σχέδιο, δηλαδή να αναμορφώσει την Άνω πόλη. Ο Βούλγαρης εισηγήθηκε ένα πρωτοποριακό και εκτεταμένο ρυμοτομικό σχέδιο, που προέβλεπε την προέκταση της υπάρχουσας πόλης, με τη δημιουργία «νέας», η οποία θα εκτείνετο προς την θάλασσα, αλλά τελικά η πολεοδομική πρότασή του  δεν υλοποιήθηκε όπως την σχεδίασε.

Η Πάτρα ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα αστικού κέντρου του 19ου αιώνα και έζησε σε διαρκή συνάφεια με την ακμαία ενδοχώρα της και το λιμάνι της. Από την ενδοχώρα της  αντλούσε τον πλούτο της και μέσω του λιμανιού της δεξιώθηκε τον κοσμοπολιτισμό της. Η ζωή της, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν άμεσα εξαρτημένη από την μονοκαλλιεργούμενη σταφίδα, τη σοδειά της και τις εξαγωγές της, γύρω από τα οποία περιστρέφονταν σχεδόν όλες οι οικονομικές δραστηριότητες.

Η οικονομία της, όπως άλλωστε και όλου του αρτισύστατου ελληνικού Βασιλείου, όλο τον 19ο αιώνα, βρισκόταν σε προτραπεζική φάση και το ρόλο των τραπεζών τον είχαν αναλάβει άτυπα οι ελληνικοί και ξένοι εμπορικοί οίκοι σταφίδας, οι οποίοι, παράλληλα με τις άλλες εμπορικές τους δραστηριότητες, ασχολούνταν και με τραπεζικές, προεξοφλητικές και χρηματοπιστωτικές εργασίες, κατ’ ουσία τοκογλυφικές. Χρηματοδοτούσαν τους σταφιδοπαραγωγούς, είτε με δικά τους κεφάλαια, είτε με κεφάλαια που δανείζονταν από την Εθνική Τράπεζα ή από άλλες τράπεζες και οι παραγωγοί δεσμεύονταν να τους παραδίδουν όλη τη σοδειά τους. Έτσι η παραγωγή ήταν προαγορασμένη και το πεδίο κερδοσκοπίας για τον σταφιδέμπορο ήταν ελεύθερο.

Το σταφιδεμπόριο ήταν μία εμπορική δραστηριότητα ευκαιρίας, στην οποία το μόνο σίγουρο ήταν η τιμή στην οποία είχε προαγορασθεί η παραγωγή από τον χρηματοδότη – σταφιδέμπορο. Αυτό οδήγησε στη συγκέντρωση του σταφιδεμπορίου των Πατρών και της περιοχής στα χέρια μιας μικρής ομάδας εύρωστων επιχειρηματιών, οι οποίοι, με την κυρίαρχη οικονομική παρουσία τους, ήλεγχαν σχεδόν όλες τις επενδυτικές πρωτοβουλίες που εκδηλώθηκαν στην Πάτρα.

Η πληθυσμιακή εξέλιξη είναι ένας ασφαλής δείκτης για τον προσδιορισμό της αναπτυξιακής πορείας ενός τόπου και ο πληθυσμός των Πατρών την περίοδο 1828-1900 αυξήθηκε πάνω από εννέα φορές. Από τους 4.000 κατοίκους που είχε το 1828, έφθασε το 1900 να αριθμεί περίπου 38.000, χωρίς να προσμετρηθούν και οι κάτοικοι των χωριών και περιχώρων που υπάγονταν στον Δήμο Πατρέων, περίπου άλλες 6.000 άτομα.

Εξίσου αλματώδεις ήταν και η αύξηση της σταφιδοκαλλιέργειας, ακολουθώντας την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών. Η ζήτηση στην ευρωπαϊκή αγορά ήταν μεγάλη και η αγροτική παραγωγή των Πατρών και της ενδοχώρας προσδέθηκε σε αυτή την δελεαστική συγκυρία.

Κατά βάση η Πάτρα, ως κέντρο του σταφιδεμπορίου και των σταφιδοεξαγωγών αντλούσε τον πλούτο της από μία αγροτική ενδοχώρα. Από το λιμάνι της γινόταν η εξαγωγή της σταφίδας που παρήγετο σε 66 συνολικά σταφιδοπαραγωγικά κέντρα της Αχαίας και των γειτονικών περιοχών Ήλιδος και Αιγίου, της Αιτωλοακαρνανίας και της Μεσσηνίας. Η παραγωγή συγκεντρωνόταν σε πόλεις – σκάλες, όπως η Κόρινθος, η Ναύπακτος, το Μεσολόγγι κ.λπ. και μέσω θαλάσσης μεταφερόταν στην Πάτρα, με μικρά ιστιοφόρα. Στην Πάτρα υπήρχαν σταφιδομεσίτες, παραγγελιοδόχοι, αποθηκάριοι και αντιπρόσωποι, που φρόντιζαν για τη ροή του προϊόντος προς τον μεγαλοεξαγωγέα της πόλης. Έτσι, από πολύ νωρίς έγινε πόλος έλξης για όσους σκόπευαν καλή τοποθέτηση των κεφαλαίου τους ή επικερδή διακίνηση των προϊόντων τους και έδειξε σύντομα την ευμάρεια του αστικού της στοιχείου, με την έντονη κοινωνική ζωή της και με την ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπών κτιρίων, στην «νέα» Κάτω πόλη, που ήταν το κέντρο του εμπορίου. Ένα σημαντικό μέρος του διαθέσιμου κεφαλαίου των εμπόρων διοχετεύθηκε στην ανέγερση των κατοικιών τους, εντυπωσιακών σε μέγεθος νεοκλασσικών κτιρίων που η κατασκευή τους αποδείκνυε την υιοθέτηση ενός δυτικότροπου μεταπρατικού αστισμού, ο οποίος δεν ήταν άμοιρος ρήξεων και ανακατατάξεων στην κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης.

Η εισβολή του νεοκλασσικισμού συντελέσθηκε στην αποδρομή της δεκαετίας 1830 και έκτοτε η πόλη στολίστηκε με πολλά καλλιμάρμαρα κτίρια, στα οποία περίσσευαν οι χώροι υποδοχής, αναγκαίοι για να συντηρείται η αίγλη και η κοινωνική ακτινοβολία του οικοδεσπότη και της οικογένειάς του.

Το ανώτερο κοινωνικό στρώμα ξεχώριζε για τον κοσμοπολιτισμό του, που τον εξέφραζε με την υιοθέτηση δυτικότροπων συνηθειών στη συμπεριφορά, τη διασκέδαση, το ντύσιμο, τη διατροφή, την ψυχαγωγία και τις κοινωνικές συναναστροφές, σε αντίθεση προς τα μεσαία και κατώτερα στρώματα που εκφράζονταν με παραδοσιακές και λαϊκές πολιτιστικές φόρμες, στις οποίες σημαντική θέση κατείχε το Θέατρο Σκιών, που οι αφετηρίες του βρίσκονται στην Πάτρα, εξ’ ου και η παράδοση που έχει δημιουργηθεί.

Για άλλους «βιαστήκαμε να φραγκέψουμε» και για άλλους «αργήσαμε να εξευρωπαϊστούμε». Το φιλότιμο ωθούσε στη μίμηση τρόπων και τύπων της Δύσης, ενώ οι τοπικές παραδόσεις συντηρούσαν ψυχικά αποθέματα τρυφερότητας που οι νεοέλληνες δεν ήσαν διατεθειμένοι να αποχωριστούν με ευκολία.

Κυρίαρχα πολιτικά πρόσωπα από τα μέσα της δεκαετίας 1870 ήσαν ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Η Πάτρα θεωρείτο «προπύργιο» του Δηλιγιάννη και στις προεκλογικές περιόδους καυχιόταν ότι δεν ήταν ανάγκη να την επισκεφθεί, διότι, όπως έλεγε, «εκεί δεν έχομεν διαφωνούντας». Μάλιστα μία αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής αποκάλεσε την Πάτρα «κραταιάν κορδονούπολιν», υπονοώντας ότι κυριαρχεί σε αυτή το «κορδόνι», όπως αποκαλούσαν το κόμμα του Δηλιγιάννη, από το έμβλημά του.

Η «εκλογική τραμπάλα» Τρικούπη-Δηλιγιάννη σημάδεψε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, αλλά ο πελατειακός χαρακτήρας των κομμάτων, με την ψήφο να είναι η αντιπαροχή των ψηφοφόρων «πελατών» στις παροχές που τους εξασφάλιζαν όσοι είχαν προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό ή ήλεγχαν τη διοίκηση, έκανε τα κόμματα κρατιστικά και «λαϊκά» και καθιστούσε αδύνατη την άσκηση συνεπούς πολιτικής.

Στην τοπική πολιτική σκηνή ήταν κυρίαρχη η παρουσία απογόνων αγωνιστών και προκρίτων, μέχρι που έκανε την εμφάνισή του, την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ο Δημ. Γούναρης, δικηγόρος και γόνος εμπορικής οικογένειας της πόλης με καταγωγή από το Άργος.

Το 1898 η ελληνική οικονομία επλήγη από την σταφιδική κρίση και η διέξοδος ήταν η μετανάστευση. Έτσι αυξήθηκε ο αριθμός των μεσιτικών γραφείων που αντιπροσώπευαν εταιρείες μεταφοράς μεταναστών στον «Νέο Κόσμο», δηλαδή στην αμερικανική ήπειρο, κυρίως στις Η.Π.Α. και η Πάτρα λειτούργησε ως ο κατ’ εξοχήν μεταβατικός σταθμός για τον εκπατρισμό προς τη «γη της επαγγελίας».  Η εικόνα που παρουσίαζε ο παραλιακός χώρος ήταν φαινομενικά εορταστική, με τους εστιάτορες, τους εμπόρους και τους μεταναστευτικούς πράκτορες να προσπαθούν να προσελκύσουν τους προς μετανάστευση αγρότες, αλλά η εικόνα αυτή ήταν τελείως διαφορετική από την πραγματικότητα που διαδραματιζόταν στην αποβάθρα, την ώρα του αποχωρισμού των μεταναστών από τους συγγενείς τους και πολύ περισσότερο ήταν διαφορετική από αυτό που βίωναν οι μετανάστες στη «γη της επαγγελίας».

Η μετανάστευση ήταν η μόνη λύση στην ασφυκτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από την ανεργία, όχι μόνο ως επακόλουθο της σταφιδικής κρίσης, αλλά και λόγω της ανεπάρκειας του αγροτικού κλήρου. Όμως είχε σοβαρές δημογραφικές συνέπειες, με τις οποίες κανένας δεν ασχολήθηκε, διότι τα μεταναστευτικά εμβάσματα ήσαν ένα σημαντικό και καθοριστικό κονδύλι του ισοζυγίου πληρωμών.

Η κατάρρευση του σταφιδεμπορίου, μετά την πτώχευση της χώρας, είχε ως επακόλουθο, ο ακραιφνής φιλελευθερισμός που ίσχυε μέχρι τότε και ήθελε το Κράτος ουραγό των εξελίξεων, να υποχωρήσει και να καταλάβει τη θέση του ο κρατικός παρεμβατισμός. Οι πρωτοβουλίες που εκδηλώθηκαν για να συγκρατηθεί η κατάσταση, δεν είχαν αγροτική προέλευση, ούτε προκάλεσαν ρήξεις μεταξύ κοινωνικών τάξεων. Κατευθύνονταν από μεγαλοϊδιοκτήτες, σταφιδέμπορους, κομματικούς παράγοντες και προσωπικότητες της περιοχής και οι μικροκαλλιεργηταί και οι ημερομίσθιοι, που αποτελούσαν τη βάση των κινητοποιήσεων και αυτούς που κατ’ ουσία επλήγησαν περισσότερο,  ακολουθούσαν τους ταγούς, στους οποίους  προσέβλεπαν και από τους οποίους εξαρτιόντουσαν.

Στο πολιτικό πεδίο, το κίνημα των σταφιδοπαραγωγών, που κατ’ ουσία ήταν κίνημα τοπικής υπεράσπισης, εξυπηρέτησε την αντιπαλότητα των κομμάτων, τα οποία ανακάλυψαν μία νέα αιτία αντιπαράθεσης, με τους αντιπολιτευόμενους την εκάστοτε εξουσία να εκμεταλλεύονται την αγροτική δυσαρέσκεια, συγκρίνοντας την κρίση που βίωναν οι αγρότες, με την ευμάρεια των προηγούμενων εποχών.

Από τις αξίες της ανερχόμενης αστικής τάξης ήταν η κοινωνική αγαθοεργία, που στήριζε τη δημόσια εικόνα και εξασφάλιζε κοινωνική αναγνωρισιμότητα εμβέλεια και οι σύλλογοι και τα ιδρύματα στα οποία συμμετείχαν οι πατρινοί έμποροι, κατέστησαν κύριοι χώροι έκφρασης των πεποιθήσεών τους σε θέματα κοινωνικής ηθικής και αλληλεγγύης. Το 1871 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανέγερσης του Δημοτικού νοσοκομείου το οποίο λειτούργησε αμέσως. Το 1873 άρχισε να λειτουργεί το Βρεφοκομείο, στο οποίο έμεναν τα έκθετα βρέφη, ενώ από τον Απρίλιο 1876 άρχισε να λειτουργεί Πτωχοκομείο.

Το 1877 άρχισε να λειτουργεί «Σχολή Απόρων παίδων», που ίδρυσε ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» των Αθηνών, στην οποία αρχικά φοιτούσαν περίπου 50 απροστάτευτα και εγκαταλελειμμένα παιδιά και με την πάροδο του χρόνου ο αριθμός τους αυξήθηκε. Όπως αναφέρεται στον Τύπο της εποχής, παρακολουθούσαν με προθυμία τα μαθήματα, αλλά η Σχολή δεν έμελε να μακροημερεύσει.

Το ίδιο έτος εγκαινίασε την λειτουργία της και η «Σχολή του Λαού», η οποία δραστηριοποιείτο στη διοργάνωση εσπερινών διαλέξεων, μαθημάτων και επετειακών εκδηλώσεων, με ελεύθερη είσοδο.

Στα τέλη του αιώνα λειτουργούσαν στην Πάτρα περίπου 30 δημόσια σχολεία, όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων και πολλά ιδιωτικά.

Η διαδρομή της πόλης των Πατρών τα πρώτα εκατό χρόνια του πολυκύμαντου βίου της παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι ως χώρος διαμόρφωσης ενός δυτικότερου αστισμού, κατέστη  πεδίο έντονων κοινωνικών αντιθέσεων, που είναι αποτυπωμένες στον Τύπο. Από τις πρώτες απεργίες που έγιναν στην Ελλάδα ήταν των σταφιδοκιβωτιοποιών, το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, με αίτημα την αύξηση των ημερομισθίων τους. Ήταν η πιο πολυπρόσωπη εργατική τάξη και διαβιούσε περίπου στα όρια της φτώχειας. Επιζητούσαν την βελτίωση των συνθηκών εργασίας, όπως και οι σταφιδοπαραγωγοί, που ήσαν δέσμιοι των σταφιδεμπόρων, αλλά οι κινητοποιήσεις τους, παρότι δεν έπεσαν στο κενό, είχαν περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Τελικά η κατάρρευση του σταφιδεμπορίου τους ανάγκασε να στραφούν σε άλλες εργατικές δραστηριότητες.

Με πολλές παραλήψεις, λόγω χρόνου, προσπάθησα να  δώσω μία αδρή εικόνα της πόλης μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, εστιάζοντας  στις αναπτυξιακές διαδικασίες που δεν ήσαν άμοιρες κοινωνικών εντάσεων. Επειδή οι διαδικασίες αυτές  λειτούργησαν σε άμεση εξάρτηση με τις διακυμάνσεις του σταφιδεμπορίου  ήταν μοιραίο να ακολουθήσουν την τύχη του. Η κατάσταση φαίνεται να διαφοροποιήθηκε, απεξαρτημένη από το σταφιδεμπόριο, από τα μέσα της δεκαετίας 1920 με τη συμβολή και των προσφύγων, αφότου άρχισαν να εκδηλώνονται οι πρώτες βιομηχανικές πρωτοβουλίες.

Χρήστος Αθαν. Μούλιας

Δικηγόρος – Συγγραφέας