Ο Ιωάννης Παναγόπουλος, Πρόεδρος της ΓΣΕΕ (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας) γράφει στο “πατρινόραμα” Απριλίου.
Πέρασαν πάνω από δεκατέσσερα χρόνια που μία βαθιά κρίση ξεκίνησε. Μία κρίση που επηρέασε με το χειρότερο τρόπο, τα εισοδήματά μας, τα σχέδιά μας, τις ζωές μας. Και κυρίως, μια κρίση που έμελλε να είναι η πρώτη μίας σειράς κρίσεων, που δυστυχώς συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Δεκατέσσερα χρόνια κρίσης, δημιουργώντας μεγαλύτερες ανισότητες και περισσότερες οικονομικές δυσκολίες, σε εκατομμύρια εργαζόμενες και εργαζόμενους. Τα χρόνια αυτά η κληρονομιά της λιτότητας, ως απότοκος της κρίσης χρέους, η πανδημική κρίση και η ακρίβεια πλέον έχουν ρίξει τ βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων της χώρας στο χαμηλότερο επίπεδο του βάθρου. Η κρίση είχε ιδιαίτερα καταστροφικές επιπτώσεις σε πολλές ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες.
Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας είναι πλέον δομικό αναπτυξιακό και κοινωνικό πρόβλημα. Δεδομένου του διαβρωτικού αντίκτυπου που έχει η υποβάθμιση της εργασίας και του βιοτικού επιπέδου, οι μισθολογικές ανισότητες και η συρρίκνωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στον κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και δημοκρατικό ιστό της χώρας μας, οι παρεμβάσεις ενίσχυσης της συνοχής της αγοράς εργασίας και της αξιοπρεπούς εργασίας και ευημερίας πρέπει να έχουν εξίσου δομικό χαρακτήρα. Παράλληλα η ακρίβεια ροκανίζει την αγοραστική δύναμη και θα έχει αρνητική επίδραση στην κατανάλωση.
Η εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και την εξέλιξη του κόστους δανεισμού. Μετά την κρίση χρέους η δημοσιονομική φερεγγυότητα είναι ένας παράγοντας που πρέπει να λάβουμε υπόψη, αλλά η επίτευξή της πρέπει να γίνει μέσω αναπτυξιακών παρεμβάσεων και την αύξηση της απασχόλησης.
Η δε αγορά εργασίας αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου κρίση σε ώρες απασχόλησης, εισοδήματα και επίπεδα επισφάλειας και αβεβαιότητας. Οι πόροι του ταμείου ανάκαμψης μπορεί να δημιουργούν προϋποθέσεις μιας ποσοτικής επέκτασης του ΑΕΠ, αλλά η έλλειψη ενός αναπτυξιακού σχεδίου δημιουργεί προβληματισμό για τα ποιοτικά αποτελέσματα αυτών των πόρων στο αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας. Αν σε αυτά προσθέσω και την αύξηση που σημειώνεται στο κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου και τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, τότε θα έλεγα ότι η αβεβαιότητα είναι πλέον δομικό στοιχείο της πορείας της οικονομίας.
Η επίδραση της πληθωριστικής αυτής εξέλιξης στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων είναι αξιοσημείωτη και σωρευτική. Μια πληθωριστική εξέλιξη στις κύριες κατηγορίες δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών, στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών, στη στέγαση που περιλαμβάνει τις δαπάνες για ηλεκτρισμό και θέρμανση της κατοικίας και στις μεταφορές. Αν δε συμπεριλάβουμε στην εξέλιξη αυτή τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης τότε παρατηρούμε ότι ευρύτερα κοινωνικά στρώματα βιώνουν μια κατάσταση μακροχρόνιας συρρίκνωσης του βιοτικού τους επιπέδου, ένδειξη ιδιαιτέρως ανησυχητική για την κοινωνική συνοχή.
Θα έπρεπε επίσης να είχαν ήδη ενεργοποιηθεί δημοσιονομικά εργαλεία σταθεροποίησης των τιμών της ενέργειας και βασικών ειδών διατροφής, όπως οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης και ο ΦΠΑ. Η κυβέρνηση έπρεπε ήδη να είχε προχωρήσει σε αύξηση του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ που είναι η πρόταση της ΓΣΕΕ. Μια τέτοια αύξηση θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις απώλειες αγοραστικής δύναμης τουλάχιστον των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Τον Ιούνιο του 2021 όταν η Κυβέρνηση αποφάσισε να μην αυξήσει των κατώτατο μισθό μέσα στο 2021, αλλά από τις αρχές του 2022 και μάλιστα με μια αύξηση μόλις 2%. Οι κοινωνικές συνέπειες αυτής της επιλογής τους τελευταίους μήνες ήταν σημαντικές, επιτρέποντας στην ακρίβεια να φτωχοποιήσει κοινωνικές ομάδες.
Οι εργαζόμενοι αυτό που ζητάνε είναι η προστασία του βιοτικού τους επιπέδου. Ως ΓΣΕΕ ξεκινάμε μια καμπάνια για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων με έμφαση στον ρόλο και τη σημασία του κατώτερου μισθού. Γι’ αυτό και όλες τις κλαδικές ομοσπονδίες να επανατοποθετήσουν το ζήτημα των αυξήσεων των μισθών στις νέες συνθήκες.
Οι οργανώσεις μας πρέπει να αξιοποιήσουν ως βασικό επιχείρημα το πραγματικό δεδομένο ότι οι επιχειρήσεις που δεν θέλουν αυξήσεις είναι αυτές που πρώτες αύξησαν τις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών απελευθερώνοντας το σπιράλ του πληθωρισμού και είναι αυτές που κατά τη διάρκεια των μνημονίων μετέτρεψαν τη μείωση του κόστους εργασίας σε υπερκέρδη χωρίς επενδύσεις που θα έφερναν και απασχόληση.
Και αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα. Και πρέπει ν’ αλλάξει, γιατί δεν εννοείται ανάπτυξη που δεν προϋποθέτει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και δεν υπάρχει μέλλον, που δεν περνάει από την ανθρώπινη προοπτική.