Ο Δαυίδ Ναχμίας μιλάει στο “π” : «Ψίθυροι μιας χαμένης αισθητικής»

Υπάρχει μια μουσική που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, απλώς σταμάτησε να φωνάζει. Έγινε ψίθυρος, ανάμνηση, ξέμεινε σε παλιές φωτογραφίες με πιάνο στα σαλόνια και καπέλα στα βραδινά τραπέζια. Το ελαφρό τραγούδι, κάποτε η φωνή της πόλης, ο ήχος του λεπτού αισθήματος, της κομψότητας, του πικρού έρωτα με βελούδινο φινάλε, δεν χάθηκε. Κρύφτηκε και περιμένει.

 Ο Δαυίδ Ναχμίας, ακούραστος συλλέκτης ήχων, μνήμης και πολιτιστικής ευγένειας, μιλά στην δημοσιογράφο Ευτυχία Λαμπροπούλου και το “π” για την τέχνη που δεν υπέκυψε στη λήθη, για τις φωνές που σώζονται, όχι απλώς ερμηνεύονται, για την αισθητική που επιμένει να ψιθυρίζει σε μια εποχή που κραυγάζει.Ο Δαυίδ Ναχμίας τιμήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2024 από την Ακαδημία Αθηνών με το  Βραβείο  Γραμμάτων και Τεχνών, για τη μακροχρόνια, πολυσύνθετη συμβολή του στην προβολή και  την ανάδειξη του ελαφρού τραγουδιού και στην πολιτιστική μας κληρονομιά μέσα από τις εκπομπές του “Τιμής Ένεκεν” στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.

Το ελαφρό τραγούδι υπήρξε η μουσική της πόλης, της αστικής ανάσας, του μεταξωτού έρωτα. Τι απέγινε αυτή η πόλη; Πού πήγε η αισθητική της και η ανάγκη της για ομορφιά;

Το τραγούδι ποτέ δεν χάθηκε· άλλαξε αλφάβητο. Μετακόμισε από τα λουστραρισμένα σαλόνια και τα πλακόστρωτα… η πόλη ντύθηκε με επιγραφές νέον και περιμένει να της ξαναδώσουμε φωνή.
Αυτή η πόλη που γέννησε το ελαφρό τραγούδι, δεν εξαφανίστηκε εντελώς. Την κατάπιαν, ίσως, οι τσιμεντένιες πολυκατοικίες, τα γκαράζ, οι δρόμοι που διασχίζονται βιαστικά. Το πνεύμα της όμως, κάπου παραμένει. Στους ανθρώπους που νοσταλγούν ένα καφενείο χωρίς τηλεόραση, ένα τραπέζι με λευκό τραπεζομάντηλο, μια συζήτηση χωρίς κραυγές. Η αισθητική της πόλης αυτής κατοικεί πια κρυφά μέσα μας, σαν μια αδικαίωτη αγάπη.

Ως συλλέκτης ήχων και αφηγήσεων, έχετε συναντήσει φωνές που ξεχάστηκαν προτού ακουστούν. Ποια από αυτές σας συγκίνησε τόσο, που νιώσατε σχεδόν τύψεις που η Ιστορία την προσπέρασε;

Ανάμεσα στις πολλές φωνές που δεν πρόλαβαν να ακουστούν, η πιο συγκινητική για μένα, ήταν αυτή του Ορέστη Μακρή. Μια φωνή βαθιά, σπαρακτική, σχεδόν τραυματισμένη από το ότι η εποχή της δεν της επέτρεψε να αφήσει ισχυρότερο αποτύπωμα. Την πρώτη φορά που άκουσα μια σπάνια ηχογράφησή του ένιωσα ενοχές που τον μάθαμε μόνο ως σπουδαίο ηθοποιό. Ένιωσα σαν συμμέτοχος σε μια ιστορική αδικία, σα να είχα και εγώ μερίδιο στην αδιαφορία που τη σκέπασε.

 Ποια ήταν η στιγμή , αν υπήρξε ,  που νιώσατε πως το έργο σας δεν είναι απλώς τεκμηρίωση αλλά αποκατάσταση, σχεδόν δικαιοσύνη;

Υπήρξε στιγμή που ένιωσα καθαρά ότι η δουλειά μου δεν είναι μόνο τεκμηρίωση αλλά σχεδόν ηθική δικαίωση. Συνέβη όταν άκουσα μια ηλικιωμένη ακροάτρια να συγκινείται ακούγοντας ξανά μετά από δεκαετίες τον Αττίκ. Ένιωσα τότε ότι δεν διασώζω απλώς τραγούδια, αλλά  αποκαθιστώ κάποιες μικρές αδικίες του χρόνου.

 

Αν είχατε στη διάθεσή σας πέντε λεπτά να μιλήσετε σε έναν νέο που δεν ξέρει ούτε Αττίκ ούτε Γιαννίδη, τι θα του λέγατε για να τον πείσετε να ακούσει,  όχι με τα αυτιά, αλλά με την ψυχή;

Αν είχα μπροστά μου έναν νέο άνθρωπο που δεν γνωρίζει ούτε τον Αττίκ ούτε τον Γιαννίδη, θα του έλεγα απλά πως αυτά τα τραγούδια δεν ακούγονται με τα αυτιά αλλά με την καρδιά. Είναι το αντίδοτο στον κυνισμό της εποχής μας.

Πόσο κόστισε  και πόσο άξιζε  το να παραμείνετε πιστός σε ένα μουσικό και αισθητικό ιδίωμα που δεν υπόκυψε ποτέ στη μόδα;

Η πίστη στο ελαφρό τραγούδι κόστισε μέχρι ένα σημείο μία ελαφρά περιθωριοποίηση απ’ το μεταμοντέρνο καλλιτεχνικό κατεστημένο, μία απόσταση από τις μόδες και τις εύκολες λύσεις. Άξιζε όμως κάθε στιγμή της, γιατί μου πρόσφερε τη σπάνια ευκαιρία να είμαι αυθεντικός. Να μην υποκρίνομαι, να μην εξαγοράζομαι. Στο τέλος, αυτή η επιλογή δεν με απομόνωσε, αντίθετα με απελευθέρωσε, μου χάρισε και το ζην και το ευ ζην.

Οι λέξεις και οι νότες, όταν παλιώνουν, γίνονται πιο βαριές ή πιο ελαφριές; Τι σας λένε τα τραγούδια μιας άλλης εποχής, όταν τα ακούτε σήμερα;

Όταν παλιώνουν οι νότες και οι λέξεις, γίνονται παράδοξα πιο ελαφριές. Απαλλαγμένες από τη βαρύτητα του παρόντος, ταξιδεύουν με άνεση στο χρόνο. Σήμερα, όταν ακούω τραγούδια μιας άλλης εποχής, μου λένε κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσε να ειπωθεί τότε: ότι οι άνθρωποι παραμένουν πάντοτε ίδιοι… τρυφεροί και ευάλωτοι.

 

Η συνεργασία σας με τον Νικόλα Καραγκιαούρη και τη Ρένα Στρούλιου δεν είναι απλώς καλλιτεχνική, περισσότερο μοιάζει με συντονισμό ψυχών στο ίδιο μουσικό ιδίωμα. Τι φέρνει ο καθένας σας στη σκηνή και τι συναισθηματικό αποτύπωμα θέλετε να αφήσετε στο κοινό της Πάτρας;

Ο Νικόλας Καραγκιαούρης, είναι τερατώδης καλλιτέχνης… ένας χρυσός συνδυασμός τεράστιας φωνής και εκπληκτικής ανθρώπινης ποιότητας. Θα ξέρετε βέβαια πως είναι γέννημα θρέμμα της Πάτρας. Όσοι δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν θα εντυπωσιαστούν πολύ. Η Ρένα Στρούλιου είναι γεννημένη κάτω απ’ το άστρο της τέχνης της… φωνή και πολυσχιδές υποκριτικό ταλέντο γνήσιο, ανεπιτήδευτο, αλλά απίστευτα δουλεμένο. Καμία πολύτιμη ερμηνεία της δε μοιάζει με την προηγούμενη… αλλά τι σας λέω, ελάτε να τους χαρείτε από κοντά. Αξίζει.

Αν σας ζητούσαν να συνοψίσετε αυτό το μουσικό ταξίδι σε μία λέξη, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;

«Ευγένεια». Γιατί αυτή η λέξη λέει ό,τι χάσαμε και ό,τι έχουμε ακόμα την ελπίδα να ξαναβρούμε.

Τέλος μιλήστε μας λίγο για το τι θα απολαύσουν όσοι βρεθούν στο θεατράκι της Πάτρας στις 23/7/2025 στις 21.00 το βράδυ;

Θα απολαύσουν μια βραδιά με τραγούδια που μιλούν κατευθείαν στην καρδιά, εκεί όπου βρίσκεται πάντα η αλήθεια. Και αυτό είναι πολύτιμο, όσο λίγα πράγματα σήμερα.