“Οι γέφυρες του Μάντισον…Στις όχθες της υποταγής” του Ελισσαίου Βγενόπουλου

Αν αγαπάς κάποιον όλα γύρω αποκτούν κάποιο νόημα, αν όχι όλα μένουν άδεια, λειψά και κούφια. Γιατί η αγάπη είναι ο ψίθυρος της ζωής, η αγάπη είναι η απόχρωση που με αγωνία αναζητούμε, η νότα που με λαχτάρα ψάχνουμε, η αγάπη είναι η λέξη που μπορεί να ολοκληρώσει αβίαστα μια φράση, να τελειώσει ένα ημιτελές κεφάλαιο να ολοκληρώσει μια θρυμματισμένη αφήγηση. Δεν είναι τυχαίο ότι η τέχνη είναι το μισό του έρωτα αν αφαιρέσουμε τον έρωτα από την τέχνη θα γίνει θρύψαλα κομμάτια, σκόνη. Εξ άλλου και εμείς είμαστε ένας ασήμαντος σωρός που περιμένουμε να ζήσουμε έναν έρωτα για να μας στήσει στα πόδια μας, να μας ανασηκώσει το πηγούνι για να δούμε τ’ άστρα, να μας φυτέψει δυο φτερά να ταξιδέψουμε στα πέρατα του κόσμου. Μια άμορφη μάζα από επιθυμίες, εμμονές και εξαρτήσεις είμαστε που προσμένουμε μιαν αγάπη να βάλει τάξη στο χάος που ταξιδεύουμε. Μια στοίβα από κύτταρα, οστά και αγωνίες είμαστε που περιμένουμε μιαν αγάπη να μας δώσει μορφή, σχήμα και πνοή να μας δώσει όνειρα και ζωή.

Η Φραντσέσκα Τζόνσον είχε τη δύναμη, την αντοχή αλλά και το ερωτικό ελατήριο να φύγει από το Μπάρι της Ανατολικής Ιταλίας και να φτάσει στην άλλη άκρη του κόσμου στην επαρχία του Μάντισον της πολιτείας της Αϊόβα, ακολουθώντας τον άντρα και τα όνειρά της για μια άλλη ζωή. Μέσα στη σκόνη των μεσοδυτικών πολιτειών στήνει τη ζωή της με τον σύζυγό της, μεγαλώνει τα δυο παιδιά της και νιώθει ότι έχει ολοκληρώσει τον προδιαγραμμένο κύκλο της. Στην Αμερικάνικη ενδοχώρα η Φραντσέσκα ζει βουτηγμένη στη σκόνη, τη φροντίδα και τη ρουτίνα χωρίς να περιμένει τίποτα ιδιαίτερο, χωρίς να νοιάζεται για τίποτ’ άλλο εκτός από την φροντίδα των δικών της, την ευφορία της οικογένειάς της και την δίχως δυσάρεστες εκπλήξεις εξέλιξη του βίου τους. Στον βωμό μάλιστα της οικογενειακής ισορροπίας εγκατέλειψε και την επαγγελματική της ενασχόληση.

Η οικογένεια φεύγει από το σπίτι για να συμμετάσχει σε ένα πανηγύρι, η Φραντσέσκα βρίσκει την ευκαιρία να μείνει πίσω για να φροντίσει το σπίτι, να βρει την ησυχία της και να ψηλαφήσει μέσα στη μοναξιά λίγο τον εαυτό της. Στην επαρχία έρχεται με το παλιό φορτηγάκι του ο Ρόμπερτ Κινκέιντ, φωτογράφος του National Geographic, που καταφθάνει στην πόλη για να φωτογραφίσει τις γραφικές κλειστές γέφυρές της. Είναι λίγο εσκεμμένα χαμένος, αρκετά περίεργος και πολύ γοητευμένος από τον τρόπο που ζει. Ο Ρόμπερτ γοητεύεται από τις γέφυρες της κομητείας και από την Ιταλοαμερικανίδα νοικοκυρά που φυλάττει στη μέση του πουθενά τα σύνορα της οικογενειακής γαλήνης, γνέθει τον οικογενειακό ιστό, σφαλίζει της φάρμα της φαμίλιας και φροντίζει την οικογενειακή εστία. Η έλευση του λίγο τυχοδιώκτη, λίγο αδιάφορου, επιδεικτικά σίγουρου αλλά στο τέλος, τέλος μοναχού και μοναχικού φωτογράφου, κάνει σκόνη τη ρουτίνα που είχε φωλιάσει στη φάρμα της νοικοκυράς και στις συνήθειες του ίδιου.

Οι λίγες μέρες που θα ζήσουν μαζί ο φωτογράφος και η νοικοκυρά θα αποδείξουν ότι «Δεν υπάρχουν ούτε έξι, ούτε εφτά θαύματα στον κόσμο. Υπάρχει μόνο ένα: η αγάπη», όπως έγραφε ο Γάλλος συγγραφέας Jaques Prévert. Ο Ρόμπερτ φωτογραφίζει τις γέφυρες του Μάντισον, φωτογραφίζει την κάθε στιγμή της όλο και πιο γοητευτικής και πιο γοητευμένης Ιταλοαμερικανίδα νοικοκυράς και μαζί ακτινογραφεί τη ζωή τη δική του και τη δική της, τόσο αντίθετες αλλά και τόσο μονοδιάστατες και λειψές. Μέσα σε τέσσερις μέρες αναπτύσσεται ένα ειδύλλιο το οποίο μπορεί να αντέξει μια ζωή γιατί και οι δύο το έχουν ανάγκη ή να σκορπίσει την επόμενη στιγμή γιατί έτσι επιβάλλουν οι συνθήκες.

«Οι γέφυρες του Μάντισον» λοιπόν, ξαναβγαίνει στις αίθουσες η υπέροχη ταινία του Κλιντ Ιστγουντ, ένα υποδειγματικό love story που απολαύσαμε όταν πρωτοπροβλήθηκε το 1995, με λαχτάρα βλέπουμε πάλι σε επανέκδοση με νέες ψηφιακές κόπιες και με νοσταλγία και αδημονία θα βλέπουμε στο  μέλλον, όποτε τη συναντήσουμε. Βλέποντας την ταινία βεβαιωνόμαστε για τα λόγια του υιού Αλέξανδρου Δουμά, «Πρέπει να ερωτευθούμε, δεν έχει σημασία ποιον, δεν έχει σημασία τι, δεν έχει σημασία πώς. Αρκεί να ερωτευθούμε».

Μια ταινία φτιαγμένη στο σημείο που συναντιέται ο σπουδαίος κινηματογράφος του μεσοπόλεμου με τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση ενός μεγάλου κινηματογραφιστή. Ο Κλιντ Ίστγουντ παίρνει το μπεστ σέλερ του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ, το οποίο διασκεύασε σεναριακά ο Ρίτσαρντ ΛαΓκραβενίζ ("Ο Βασιλιάς της Μοναξιάς", "Ο Γητευτής των Αλόγων"), και αναπτύσσει τη «βεβαιότητα που έρχεται μια φορά στη ζωή μας», κινηματογραφεί την κάψα και τη σκόνη του καλοκαιριού του 1965 στην Αϊόβα , φιλμογραφεί την σιωπηλή απελπισία της στερημένης νοικοκυράς και υμνεί τον αιώνιο έρωτα, την ακαταμάχητη έλξη, την ασίγαστη επιθυμία και τη βουβή αγάπη.

Η κινηματογραφική μηχανή στήνεται με τη σιγουριά, τη βεβαιότητα και την καθαρότητα της φωτογραφικής μηχανής που χαράματα με το πρώτο φως βρίσκεται στημένη πάνω στο τριπόδι της και είναι έτοιμη να τραβήξει την σκεπαστή γέφυρα Ρόουζμαν. Με την ευαισθησία που η κάμερα θωπεύει μαζί με το δεξί χέρι της υπέροχης Μέριλ Στριπ το πρόσωπο της υποταγμένης νοικοκυράς και της ανυπότακτης γυναίκας. Την ευκρίνεια της
μηχανής λήψης που διατρέχει με φυσικότητα το αυλακωμένο πρόσωπο του Κλιντ Ίστγουντ και των επιθυμιών του. Θαυμάζουμε την ευκινησία που αποκτά η κινηματογραφική μηχανή όταν περιγράφει το τοπίο με ευαισθησία και μαεστρία μοναδική. Γοητευόμαστε από την ακρίβεια του φακού καθώς κινείται ανάμεσα στη σκόνη και στην κάψα της θερινής Αϊόβα, όπως το αεράκι λίγο πριν πέσει το φως και χαθεί η αφόρητη ζέστη και λαμπαδιάσουν τα αθώα σώματα, τα αιχμηρά αισθήματα και οι ανεξερεύνητες αισθήσεις. Ό,τι όμως και να κινηματογραφεί ο σπουδαίος σκηνοθέτης, δεν χάνει ποτέ τον στόχο του που είναι οι διακριτικές κινήσεις του Κλιντ, τα ντροπαλά βλέμματα της Μέριλ και πάνω απ’ όλα η ψυχή της Φραντσέσκα Τζόνσον και το χτυποκάρδι του Ρόμπερτ Κινκέιντ.

Η βροχή έφτασε καταρρακτώδης, μαζί με την οικογένεια της νοικοκυράς και παρέσυρε το καλοκαίρι, τη σκόνη και το ειδύλλιο. Σε μια αυθεντικά όμορφη μελοδραματικά σκηνή οι ουρανοί έχουν ανοίξει. Η Φραντσέσκα στο φορτηγάκι με οδηγό τον σύζυγό της, προσπαθούν μέσα στην νεροποντή να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Σε μια στροφή η Φραντσέσκα διακρίνει την λεπτή φιγούρα του Ρόμπερτ να δέρνεται από το ανεμοβρόχι, σε μια τελευταία προσπάθεια πρόσκλησης να την πάρει να φύγουν μακριά να ζήσουν αυτό που μπορούν, να απολαύσουν αυτό που δικαιούνται. Τα νερά στραγγίζουν στο πρόσωπο του φωτογράφου και παρασύρουν το θολό του βλέμμα, τα αραιά του μαλλιά και τα αδιάβροχα συναισθήματά του. Η Φραντσέκα στο φανάρι αρπάζει το χερούλι, για να πεταχτεί έξω, βουρκωμένη μέσα στην απόγνωση κοιτάζει πότε τον άντρα της στο πλάι, πότετον Ρόμπερτ στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου, πότε την απόγνωση κατάματα, αλλά μένει ασάλευτη.

Η Φραντσέσκα δεν μπορεί να σηκώσει στους λεπτεπίλεπτους ώμους της να εγκαταλείψει του άντρα της, ο οποίος, όπως η ίδια ένοχα ψιθυρίζει, «είναι καλός και τρυφερός», δεν αντέχει να αφήσει στα σκοτάδια της εφηβείας τα παιδιά της, τα οποία είναι δυο φωτεινά πρόσωπα που όμως ακόμα παίρνουν φως από τη δική της λάμψη. Πιθανόν η Ιταλοαμερικανίδα, μεσήλικη, νοικοκυρά δεν αντέχει και τις κοινωνικές επιπτώσεις και τον χλευασμό του περίγυρου που έρποντας θα τους ακολουθούσε, θα τους προλάβαινε και θα κατέτρωγε την οικογένειά της και την ίδια, αλλά όπως έγραφε ο Μπέρτραντ Ράσελ «Θα πρέπει να σέβεται κανείς την κοινή γνώμη όσο χρειάζεται για να μην πεθάνει της πείνας και για να μην πάει φυλακή. Οτιδήποτε όμως περισσότερο απ’ αυτό είναι εθελοντική υποταγή σε μια περιττή τυραννία και πιθανόν θα παρεμποδίσει την ευτυχία με διάφορους τρόπους». Ο Βρετανός φιλόσοφος έθεσε το διάτρητο πλαίσιο της ελευθερίας, στο οποίο όμως λείπουν δύο κρίσιμες παράμετροι η διψασμένη ψυχή της Φραντσέσκα και η αλύτρωτη επιθυμία του Κινκένιτ. Πιθανόν όμως επειδή οι ψυχές και οι επιθυμίες είναι άπιαστα πουλιά και επειδή ο φακός του Κλιντ Ίστγουντ κατάφερε έστω για μια στιγμή να τις απαθανατίσει, δημιούργησε μια σπουδαία ταινία που έχουμε πολλούς λόγους, όχι μόνο αισθητικούς, όπου τη συναντούμε να τρυπώνουμε στη γοητευτική αγκάλη της.

Του Ελισσαίου Βγενόπουλου