Διονύσης Νιάχος: Όταν ο φασισμός λοξοκοιτάει αριστερά

Όταν ο φασισμός λοξοκοιτάει αριστερά
Και μην ακούσω κουβέντα, περί θεωρίας των δύο άκρων που θρέφουν την ακροδεξιά τρομοκρατία, αυτή έχει τουλάχιστον την αξιοπρέπεια να αποδέχεται την ιδεολογική της φύση. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν η  πολιτική βία επαπειλείται, υποστηρίζεται και υλοποιείται μέσα από το ίδιο το πολιτικό σύστημα εθίζοντας την κοινωνία μας σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις ιδιοτελών οριακών επιλογών, με υπαρκτό τον κίνδυνο ο συλλογικός νους να υιοθετήσει την βία ως κάτι το φυσιολογικό, το συνηθισμένο.
Θέλετε παραδείγματα, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα  συγκλόνισε όλους εμάς που πιστεύουμε στην δημοκρατία και την δυνατότητα ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού των πιστεύω του κάθε ανθρώπου. Κινητοποιηθήκαμε, σηκωθήκαμε από τους καναπέδες, συζητήσαμε και ορθώσαμε τείχος μπροστά στο τέρας που έδειχνε να ξε-μυτίζει από το σκοτάδι που ήταν κρυμμένο τόσα χρόνια.

Τι κάναμε όμως όταν κάποιος «άγνωστος» δολοφόνησε τον Μανώλη Καπελώνη και τον Γιώργο Φουντούλη ή όταν κάποιοι «άγνωστοι» έκαψαν ζωντανούς  την Αγγελική Παπαθανασοπούλου, τον Επαμεινώνδα Τσάκαλη και την Παρασκευή Ζούλια μέσα στο κτίριο της τράπεζας της Μαρφίν ή όταν κάποιοι «άγνωστοι» λιντσάρισαν τον Κωστή Χατζιδάκη ή όταν κάποιοι «άγνωστοι» προπηλάκισαν τον   Νίκο Μανιό ή όταν κάποιοι «άγνωστοι» φωνάζουν Μητσοτάκη γα@#@#σαι και για να φτάσουμε στα πρόσφατα γεγονότα που κάποιοι «άγνωστοι», πάλι, πέταξαν καφέδες και νερά στο αρχηγό ενός πολιτικού κόμματος κατά την τελετή κατάθεση στεφάνου στην μνήμη αυτών που έδωσαν την ίδια τους την ζωή για να μην αποτελεί η βία μαμή της κοινωνίας.

Να ξεκινήσουμε από ένα κοινά αποδεκτό σημείο, ότι η βία είναι ασυμβίβαστη με την ίδια την έννοια της κοινωνικής οργάνωσης και η οιαδήποτε ανεκτικότητα σε αντιθεσμικές και ανομικές συμπεριφορές οδηγούν στην σταδιακή διολίσθηση της κοινωνίας σε μια κουλτούρα συλλογικής ανομίας και την αναπαραγωγή αυτής στις νεότερες γενιές. Απέναντι σε αυτή δυσοίωνη πραγματικότητα η Αριστερά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την βία των δικών της ημιπιτσιρικάδων ως μια οικογενειακή υπόθεση, αρνούμενη να καταδικάσει για λόγους αρχής τις πράξεις βίας στις οποίες προβαίνουν (δες την υπεράσπιση του υιού Βούτση στο δικαστήριο από τον πατέρα του). Η όποια μομφή στην βία εστιάζει στην δυνητική ζημιά που αυτή προκαλεί στο αφήγημα της «καλής» Αριστεράς, ενώ ουκ ολίγες οι φορές που η «επίσημη» Αριστερά, ως η μεγάλη αδελφή, ανοίγει διάλογο με τους ριζοσπαστικοποιημένους συντρό-φους στην προσπάθεια της να τους νουθετήσει, άραγε πως και με ποίο σκοπό.
Η αλήθεια είναι πως η Αριστερά, δεν έχει αποβάλει τη βία από τις ιδεολογικές της συντεταγμένες, βέβαια δεν την εύχεται άλλα δεν την θεωρεί ούτε αναπόφευκτη. Απεναντίας, όταν και αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, η βία είναι αποδεκτή φτάνει να εξυπηρετεί τους στόχους της σοσιαλιστικής αναμόρφωσης της κοινωνίας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχουν διαπαιδαγωγηθεί ιδεολογικά και πολιτικά, τα στελέχη της Αριστεράς, οπότε, τι να καίγεται η Αθήνα (Δεκέμβριος 2008), τι να φλερτάρουν με την ανομία (από καταλείψεις μέχρι ληστείες), τι να λιντσάρονται πολιτικοί αντίπαλοι τόσο σωματικά όσο και λεκτικά, τελευταίο παράδειγμα οι προπηλακισμοί και η ρίψη καφέδων στον κ. Ανδρουλάκη, είναι ζητήματα βίας που μπορεί να μην ενθαρρύνθηκαν, σίγουρα όμως δικαιολογήθηκαν (ο κ. Ανδρουλάκης δεν είναι ευπρόσδεκτος στο Πολυτεχνείο γιατί «αυτός και το κόμμα του δεν έχουν καμία σχέση με τους αγώνες του Νοέμβρη») και ποτέ δεν καταδικάστηκαν από τον χώρο της Αριστεράς.

Η πολιτική βία παράγεται, σωρεύεται και εκλύεται καθημερινά, με την ελληνική κοινωνία να παρακολουθεί την κοινοτοπία του κακού να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια της με παγερή αδιαφορία. Ζώνες συλλογικής ανομίας, συγκροτούνται και μεταναστεύουν από τον ένα δημόσιο χώρο στον άλλο, καταλύοντας τον κοινωνικό ιστό. Η νομιμοποίηση αυτής της κατάστασης από τους επιγόνους της ιστορικής Αριστεράς, που φαντασιώνονται, ως νέοι Ιακωβίνοι, ότι η χώρα έχει ανάγκη από Ροβεσπιέρους και Μαρά φλερτάρουν ανοιχτά με την Μαρξιστική θέση «ότι ο σκοπός τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βίαιη ανατροπή της σημερινής καθεστηκυίας τάξης». Ιστορικά στελέχη του Αριστερού χώρου, όπως ο Στάθης Παναγούλης, απειλούν ανοικτά τους πολιτικούς τους αντιπάλους ότι «θα παρακαλάνε να περάσουν από Ειδικό Δικαστήριο, παρά να έχουν το τέλος του πρέσβη των ΗΠΑ στη Λιβύη», ενθουσιάζοντας τους αλαλάζοντες πολίτες αυτής της χώρας που ζητάνε αίμα στην «αρένα» της βουλής, αυτοανακηρύσσοντας αυτόν τον πολιτικό κανιβαλισμό σε «πρωτοπορία» εξ αριστερών.

Η Αριστερά οφείλει να ξεκαθαρίσει μέσα της, την διαφορά ανάμεσα στη δημοκρατία και τον πολιτικό εξτρεμισμό, που ιδεολογικά υιοθετεί την πολιτική βία ως μέσο για την κατάλυση της και να αποστασιοποιηθεί από τις θέσεις της μαρξιστικής ορθοδοξίας που προσμοιάζουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατίας με «κοινοβουλευτικό κρετινισμό» και «ιδιόμορφη αρρώστια και ηλιθιότητα». Η βία διαφθείρει πρώτα εκείνον που τη χρησιμοποιεί και όπως πολύ σωστά επισήμανε η Hannah Arendt «σε αντιδιαστολή προς τη δύναμη, η βία είναι βουβή: αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο λόγος». Η βία είναι το απόλυτο κακό και μόνο βία γεννάει, αδιάψευστος μάρτυρας αυτού τα ιστορικά παραδείγματα˙ η «Τρομοκρατία» που επέβαλε η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας το 1793, τα Γκούλαγκ στην Σταλινική Σοβιετική Ένωση, οι εκκαθαρίσεις του Μεγά-λου Τιμονιέρη και τα χωράφια του θανάτου που «θέριζε» ο Πολ Ποτ έδειξαν πως η βία ως μαμή ευθύνεται για τον θάνατο της νέας κοινωνίας εν τη γενέσει της.

Παρά τις Κασσάνδρες, οι κοινωνίες εξελίσσονται, προχωράνε και προοδεύουν, με το καπιταλιστικό σύστημα να εδραιώνεται και να σταθεροποιείτε πάνω σε καταναλωτικές πρακτικές, ενώ στον αντίποδα ο κομφορμισμός των κοινωνικών υποκειμένων αδυνατεί να συλλαβή οράματα και ιδεολογικά προτσές κοινωνικής εξύψωσης, που συνθλίβουν τις ατομικές υπάρξεις. Στην εποχή του post modern καπιταλισμού, η αλλαγή παραδείγματος (paradigm shift) του κοινωνικού μοντέλου αποτελεί διαδικασία διαρκών διορθώσεων, μεταρρυθμίσεων και αναθεωρήσεων. Στην δημοκρατία, όπως και στην επιστήμη, οι μέθοδοι της δοκιμής και του λάθους (trial & error) θα αποκαλύψουν τα τρωτά σημεία του κυριάρχου μοντέλου, ενώ η κριτική επιχειρηματολογία θα επιβληθεί στις μεθόδους πειθαναγκασμού των μαζών και η εδραίωση της εξουσίας θα επιτευχθεί όχι από το ορθότερο πρόγραμμα αλλά από το πειστικότερο.
Στην εποχή μας, η σοσιαλιστική προοπτική δεν προϋποθέτει την σύγκρουση αλλά την σύνθεση, των δυνάμεων εκείνων που αγωνίζονται για τα πολιτικά και ιδεολογικά όρια της «ανοικτής κοινωνίας», επαναπροσδιορίζοντας δημοκρατικά την ισηγορία ανάμεσα στα «μέτωπα» των αντίθετων πολιτικών δυνάμεων.