Ευανθία Στιβανάκη, τακτική καθηγήτρια στο τμήμα Θεατρικών σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών. Γεννήθηκε και κατοικεί στην Πάτρα. Εκτός από φιλόλογος και θεατρολόγος είναι κυρίως γνωστή ως σκηνοθέτης 70 και πλέον παραστάσεων στην Πάτρα, την Αθήνα και αλλού. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Καλλιτεχνικου Εργαστηρίου του Δήμου της Πάτρας του Λαϊκού Δημοτικού Θεάτρου (Γερμανού) και του Θεάτρου Αγορά. Όπως η ίδια λέει στην συνέντευξη που παρέθεσε στον δημοσιογράφο Αχιλλέα Παπαδιονυσίου «Το θέατρο είναι η εθνική μας τέχνη. Διότι δεν υπάρχει πόλη, μικρή, χωριό, και δεν λέω για τις μεγάλες πόλεις, που να μην υπάρχουν θίασοι».
Συνέντευξη στον Αχιλλέα Παπαδιονυσίου
• Κυρία Στιβανάκη, σας καλωσορίζουμε. Ευχαριστούμε πολύ για την τιμή που μας κάνετε να δεχτείτε την πρόσκληση μας. Πριν ξεκινήσουμε θα θέλαμε να μας πείτε για τον τόπο καταγωγής σας, τους γονείς σας και τα παιδικά σας χρόνια.
Ευχαριστώ για την πρόσκληση, κύριε Παπαδιονυσίου. Είμαι Πατρινή, το ξέρετε, μέχρι τα 18 μου χρόνια έζησα εδώ στην
πόλη, μετά σαν φοιτήτρια στην Αθήνα και κατόπιν στην Πάτρα πάλι, στη δημιουργία του Καλλιτεχνικού Εργαστηρίου του Δήμου της Πάτρας τότε. Εν τω μεταξύ είχα κάνει τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, κατόπιν έκανα το διδακτορικό μου. Μετά δημιουργήσαμε για την Πάτρα το Θέατρο Αγορά. Και τα τελευταία 21 χρόνια, είμαι καθηγήτρια στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο ΕΚΠΑ. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν εξαιρετικά. Ζήσαμε, παίξαμε, μελετήσαμε, διαβάσαμε, γνωρίσαμε την πόλη, αγαπήσαμε την πόλη, φτιάξαμε φιλίες, φιλίες ζωής.
• Ποια ήταν τα ερεθίσματα που δεχτήκατε από τους γονείς σας, με τι ασχολούνταν ;
Ο μπαμπάς μου ήταν μηχανικός καταρχήν, αλλά είχε και ένα εμπορικό κατάστημα, μια αντιπροσωπεία με μεταλλικά έπιπλα. Η μητέρα μου ήταν καταγωγής, κατά το ήμισυ γαλλικής, από την μητέρα της και κατά το ήμισυ Ελληνίδα από τον πατέρα της.
• Πώς σας προέκυψε το θέατρο και η θεατρολογία;
Η πρώτη μου εμπλοκή με το θέατρο ήταν στο θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου έπαιξα στον Κύκλο με την Κιμωλία, τον ρόλο της Γκρούσε της πρωταγωνίστριας, εξ ημισείας με την Κάτια Γέρου. Και σκέφτομαι τώρα ότι ήμουν 18 χρονών και παίζαμε στο Ηρώδειο. Δηλαδή, αυτό ήταν τρομερό πράγμα για την εποχή.
• Μετά από αυτές τις συνεργασίες και τις εμπειρίες που αποκομίσατε πώς εξελίχθηκε η καριέρα σας;
Συνέχισα στο τμήμα, την επόμενη χρονιά σκηνοθέτησα τον Άτταλο τον Γ, του Βάρναλη, με τον θίασο του Πανεπιστημίου. Είχα την τύχη να βρεθώ, σε αυτόν τον πολύ ιδιαίτερο χώρο και με αυτούς τους πολύ ιδιαίτερους νέους ανθρώπους τότε. Θεωρώ τον εαυτό μου κατά βάση, αυτομορφωμένο και αυτοδημιούργητο. Μετά όταν πήρα το πτυχίο, ενεπλάκην με τα της Πάτρας, με το Καλλιτεχνικό Εργαστήρι που φτιάξαμε τότε. Επίσης ένας πάρα πολύ σπουδαίος, εμβληματικός ιστορικός χώρος, που στεγαζόταν στο Μέγαρο Λόγου και Τέχνης και από το οποίο προέκυψε μια σπουδαία σελίδα για το θέατρο αλλά και για όλες τις Τέχνες στην Πάτρα. Είχα μια συμβολή νευραλγική νομίζω, πρωτοποριακή, καθώς ανάλαβα κατά βάση την οργάνωση και τη λειτουργία του. Και ξεκινήσαμε με παραστάσεις που κάναμε στο Ρωμαϊκό Ωδείο, και στον Απόλλωνα. Αυτό κράτησε μέχρι την δημιουργία του ΔΗΠΕΘΕ της Πάτρας. Για όλη αυτήν την δραστηριότητα, την συμμετοχή μου και την συμβολή μου, είμαι υπερήφανη. Ήταν πραγματικά μια καίρια αλλαγή στον θεατρικό προσανατολισμό της Πάτρας, η εποχή εκείνη.
“Η τέχνη συμπορεύεται με την κοινωνία και ό,τι ζητάει η κοινωνία, νομίζω ότι αντανακλά, αντιστοιχεί με αυτό που προσφέρει η τέχνη”
• Είχατε κάποια πρότυπα από το θέατρο και πως αυτά καθόρισαν την πορεία σας;
Ε, ναι, το Θέατρο Τέχνης ας πούμε, ήταν για την γενιά μου ολόκληρη αλλά και για την εποχή, ένα πρότυπο. Εξάλλου, το Θέατρο Τέχνης και ο δημιουργός του, ο Κουν υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θεατράνθρωπους όχι μόνο του Τόπου μας αλλά και του κόσμου. Εξ άλλου, δεν πρεπει να ξεχνάμε την διαρκή αγάπη των Ελλήνων για το θέατρο: Μου είχε πει κάποια στιγμή ο αείμνη στος πλέον, Κώστας Καζάκος, ότι στην Ελλάδα γεμίζουν τα θέατρα των 15.000 και των 12.000 θέσεων, σε μια χώρα των 10.000.000 κατοίκων. Πουθενά αλλού δεν συμβαίνει αυτό! Για τούτο θεωρώ το θέατρο ως την εθνική μας τέχνη. Δεν υπάρχει πόλη, μικρή, χωριό (και δεν εννοώ τις μεγάλες πόλεις), που να μην υπάρχουν θίασοι και ευπρεπεις θεατρικοι χώροι. Δεν λέω μόνο για πόλεις σαν την Πάτρα, την Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, το Ηράκλειο κ. α. Λέω για μικρότερες πόλεις, οι οποίες παρουσιάζουν, ιδίως τα τελευταία 10 χρόνια, μια ενδιαφέρουσα θεατρική δραστηριότητα. Φαίνεται ότι για τον Έλληνα, το θέατρο δεν είναι μια
πολυτέλεια ή κάτι που αφορά μια κοινωνική τάξη, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα το θέατρο είναι μια τέχνη ανοιχτή κι αγαπητή, μια τέχνη λαϊκή, θα έλεγα. Δηλαδή, όταν βλέπεις στην Επίδαυρο το καλοκαίρι, που η κοντινότερη μεγάλη πόλη, το Ναύπλιο, είναι σε απόσταση 35 χλμ., και συρρέει κόσμος από όλη την Ελλάδα, αυτό είναι πράγματι, φαινόμενο! Ο Κώστας Καζάκος το είχε εντοπίσει, το είχε υπογραμμίσει.
• Βλέπετε σήμερα, να υπάρχουν ηθοποιοί του μεγέθους του Χορν, της Λαμπέτη, της Παξινού, του Μινωτή και πολλών άλλων ακόμα, της γενιάς εκείνης;
Κοιτάξτε, δεν μπορώ να κάνω συγκρίσεις. Η αισθητική της υποκριτικής, η τέχνη της υποκριτικής διαφοροποιείται, αλλάζει! Δηλαδή, δεν παίζουν οι ηθοποιοί τώρα, όπως έπαιζε κάποτε ο Μινωτής, η Παξινού. Άρα δεν ξέρω, με ποιόν τρόπο μπορεί κανείς να κάνει συγκρίσεις. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι σήμερα έχουμε σημαντικούς ηθοποιούς, και γενικότερα έχουμε πάρα πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες του θεάτρου: σκηνοθέτες, σκηνογράφους, μουσικούς. Αλλά, μια καμιλήσατε για τους ηθοποιούς, νομίζω ότι δεν έχουν τις ευκαιρίες που είχαν οι παλιότεροι. Οι παλιότεροι, επειδή ήταν και λιγότεροι, είχαν την ευκαιρία να ερμηνεύσουν πολύ σημαντικούς ρόλους. Ξέρετε, στην τέχνη, η δράση είναι αυτή που σε
βελτιώνει και σε καλλιεργεί. Το σανίδι, εν προκειμένω. Οι σύγχρονοι ηθοποιοί έχουν άραγε τις ανάλογες ευκαιρίες; Με ποια κριτήρια, θα μπορέσουμε να διακρινουμε τα σύγχρονα υποκριτικά μεγέθη ώστε να προβούμε σε συγκρίσεις; Προσωπικά πιστεύω ότι έχει εξελιχθεί η υποκριτική στον τόπο μας, πράγμα που είναι εύκολο να διαπιστωθεί.
“O Κάρολος Κουν, νομίζω ότι όρισε και καθόρισε, αν θέλετε, και την αγάπη των ανθρώπων, των Ελλήνων για το θέατρο”
“Η τηλεόραση μπορεί να συμβάλλει παιδαγωγικά και να καλλιεργήσει την ιδέα του θεάτρου”
• Η ιδιωτική τηλεόραση, κατά την άποψη σας, έχει βλάψει ή έχει ωφελήσει το θέατρο;
Καταρχήν να πούμε το εξής, η τηλεόραση, είτε δημόσια είτε ιδιωτική, κατά τη γνώμη μου δεν αντιστρατεύεται το θέατρο. Το θέατρο είναι μια άλλη τέχνη. Είναι τέχνη της «ζώσας» κοινωνίας. Είναι η ζωντανή «συνομιλία» της Σκηνής προς την Πλατεία και το αντίστροφο. Δηλαδή, έχει αυτό το
συναρπαστικό: Το θέατρο μπορεί συνδιαλεγεται, να συν-εκφράζεται ζωντανά και άμεσα με το «Κοινό» του, δηλαδή να ενεργοποιεί και να ενεργοποιειται από την παρούσα Κοινότητα. Σε απόσταση αναπνοής από τη Σκηνή βρίσκονται οι θεατές, οι οποίοι στη διαδικασία της παράστασης γίνονται αυτό που λέμε κοινό, Κοινότητα, δηλαδή Κοινωνία. Αυτό, δεν μπορεί να αλλάξει ούτε μπορεί να υποκατασταθεί από καμία άλλη μορφή θεάματος. Ούτε από το σινεμά, ούτε από την τηλεόραση. Ωστόσο το θέατρο δεν προβάλλεται πάρα πολύ στην τηλεόραση, ούτε στην ιδιωτική, ε, ίσως λίγο καλύτερα στη δημόσια. Κοιτάξτε, θεωρώ ότι δεν πρέπει κανείς να κάνει μηχανιστικούς διαχωρισμούς, να πει π.χ.: «το θέατρο αποδώ, η τηλεόραση αποκεί». Όχι! Η τηλεόραση μπορεί να συμβάλλει παιδαγωγικά και να καλλιεργήσει την ιδέα του θεάτρου. Έχω την εντύπωση ότι η επιθεώρηση έχει πέσει πάρα πολύ, σε σχέση με κάποια χρόνια πριν, σήμερα βλέπουμε το εκβιαστικό γέλιο που πηγάζει περισσότερο από χυδαιολογίες, ή ανθρώπους, οι οποίοι δεν επηρεάζουν την κοινωνία, να τους σατιρίζουν.
• Πιστεύω ότι δεν έχει τόσο πνεύμα η επιθεώρηση όπως είχε παλιά. Ποια είναι η δική σας άποψη επί τους θέματος;
Εννοείται! Ο Σακελλάριος είχε πει – τότε που βάζαμε τα πνεύματα και τους τόνους στις λέξεις- ότι «η λέξη επιθεώρηση δεν
έχει πλέον πνεύμα». Φαίνεται ότι, η «χρυσή»εποχή για την επιθεώρηση, έχει παρέλθει. Και δεν έχει περάσει μόνο για την ελληνική επιθεώρηση, έχει περάσει και για τα συναφή είδη στην Ευρώπη π. χ. η γαλλική ρεβύ, το γερμανικό καμπαρε ήταν μορφές θεάματος, που συνδέθηκαν με παλαιότερες εποχές και συνθήκες: μεσοπόλεμο και μεταπόλεμο. Μετά, αυτό άλλαξε. Ένα είδος θεατρικό μπορεί να εξαφανιστεί ή να εξελιχθεί ή να αντικατασταθεί. π.χ. η οπερέττα, ένα είδος μουσικού θεάτρου, είναι ένα είδος σχεδόν εξαφανισμένο. Πολλά είδη και γένη θεατρικά,
μπορεί να εξασθενίσουν, να μειωθούν, να περιοριστούν ή και να εξαφανιστούν. Τώρα, οι επιθεωρήσεις που παίζονται στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ λίγες. Δεν θέλω όμως να κρίνω ποιότητες ή ποσότητες.
• Λέμε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, αυτό ισχύει και με τα θεατρικά έργα έχουν μια διαχρονικότητα;
Ναι! Δηλαδή, είναι «υπόγειες», δυσερμήνευτες και, μάλλον, ιστορικές οι διαδρομές, που καθορίζουν το «αν» και το «γιατί» ένα έργο χάνεται, μειώνεται, ή επανεμφανίζεται. Ακόμα και οι μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς έχουν λησμονηθει για αιώνες και το έργο τους έχει μείνει ανενεργό μέχρι την επανανακάλυψή τους. Οι μεγάλοι τραγικοί μας, για παράδειγμα είχαν μείνει εκτός σκηνής για πολλούς αιώνες. Το ίδιο και ο Σαίξπηρ
είχε χαθεί από τις σκηνές για μερικούς αιώνες. Επανεμφσνιστηκαν όμως! Διότι ό,τι είναι αληθινό, σπουδαίο, μετέχει της ανθρώπινης ουσίας και προσφέρει ερμηνείες και συγκινήσεις της πανανθρωπινης περιπέτειας, αντέχει! Είναι ζωντανό, διαχρονικό! Υπερκερνά τους ιστορικούς παράγοντες, που τα οδήγησαν προσωρινά στη λήθη.
“Η τέχνη συμπορεύεται με την κοινωνία ή μάλλον «συζεί» με την κοινωνία!”
• Η τέχνη τελικά συμπορεύεται με την κοινωνία;
Η τέχνη συμπορεύεται με την κοινωνία ή μάλλον «συζεί» με η κοινωνία! Η Τέχνη αναλογεί, αντιστοιχεί σε ό,τι είναι, ό,τι περιέχει και ό,τι παρέχει η κοινωνία και ο πολιτισμός τής κάθε εποχής.
• Μπορείτε να μας πείτε για το συγγραφικό σας έργο. Με ποιά θέματα καταπιάνεστε;
Έχω γράψει θεωρητικά βιβλία για το θέατρο. Το ένα είναι η διδακτορική μου διατριβή: «θεατρική ζωή, κίνηση και δραστηριότητα στην Πάτρα, το 19οαιώνα», από την απελευθέρωση της πόλης, το 1828, έως τη 3η σταφιδική κρίση, το 1904. Είναι ένας κόπος 6 χρόνων, έρευνας και μελέτης, που αναφέρεται στην Πάτρα όταν η πόλη μας ήταν μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, δηλαδή τον 19ο αιώνα. Είναι ένα βιβλίο αναφοράς, γιατί ψάχνοντας να βρω πληροφορίες για το θέατρο στην Πάτρα, έπρεπε να μελετήσω, να πραγματευτώ, να διέλθω όλες τις άλλες μορφές κοινωνικών δράσεων για να καταλήξω στο θέατρο. Δηλαδή, έπρεπε να μελετήσω την οικονομία, την κοινωνία, την ιδεολογία, την πολιτική, την «μεγάλη» ιστορία, την τοπική ιστορία της πόλης, τον πολιτισμό, την τεχνολογία της εποχής, τις άλλες τέχνες, για να φτάσω τελικά στο θέατρο. Διότι το θέατρο, προϊόντος του χρόνου, είναι μια εκλεπτυσμένη, πολύτιμη, κορυφαία «λεπτομέρεια» του κοινωνικού βίου.
• Ποιός ο ρόλος του θεάτρου ως σχολικό μάθημα;
Το επόμενό μου βιβλίο ήταν για το θέατρο στην εκπαίδευση (2009). Είναι ένας οδηγός για το πώς γίνεται μια θεατρική παράσταση στο σχολείο. Ποιο πρέπει να είναι το ρεπερτόριο, πώς πρέπει να συγκροτηθεί η ομάδα, οι ιδιαιτεροτητες του Θεάτρου στο σχολείο κ.α.. Υπήρχε ένα αντίστοιχο βιβλίο – οδηγός του Βασίλη Ρώτα, του 1936, που σκιαγραφούσε, πώς να γίνεται μια παράταση στο σχολείο. Σκέφτηκα, ότι θα πρέπει να
υπάρξει και ένας πιο σύγχρονος, αντίστοιχος «οδηγός». Είναι ένα βιβλίο που εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα. Ο τίτλος του είναι: «Στα ίχνη της θεατρικής περιπέτειας» και πρόκειται να επανεκδοθεί. Το πιο πρόσφατο θεωρητικό μου πόνημα είναι το βιβλίο για τον Εμμανουήλ Ροΐδη: «Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και το θέατρο. Η σκηνή του Ροΐδη και ο Ροΐδης από σκηνής». Ο μεγάλος μας σατιρικός, δεν έχει γράψει βεβαίως θεατρικά έργα. Το έργο του είναι κυρίως λογοτεχνικό και δοκιμιακό. Σατιρικός κατά κύριο λόγο. Έγραψα λοιπόν ένα βιβλίο για το «κρυμμένο» θέατρο μέσα στα έργα του Εμμανουήλ Ροΐδη. Αφού ο ίδιος ήταν «θεατρόπληκτος» δηλαδή ένας άνθρωπος που λάτρευε το θέατρο, που το παρακολουθούσε παντού στην Ευρώπη, γιατί ήταν ένας πολίτης του κόσμου ο Ροΐδης. Υπάρχει δηλαδή μια «θεατρική γραφή» κρυμμένη μέσα στην λογοτεχνία του, στα διηγήματα του και φυσικά στην εμβληματική «Πάπισσα Ιωάννα» του. Το πιο πρόσφατο βιβλίο μου (2022) είναι το «Σμύρνη, οδός Μνήμης», ένα θεατρικό έργο στηριγμένο σε μαρτυρίες δημοσιευμένες και αδημοσιευτες. Υπάρχει κι αυτό το βιβλίο που δημιουργησαμε από κοινού με την αγαπητή φίλη (από μικρά κορίτσια συμμαθήτριες) την Ευαγγελία Τσιμπρή, που είναι γιατρός και ζωγράφος. Είναι ένα λεύκωμα. Αποδίδουμε τις εικόνες της πόλης μας, όπως εμείς την έχουμε αντιληφθεί και βιώσει. Ο τίτλος του: «Πάτρα, έργω και λόγω». Η Ευαγγελία Τσιμπρή ζωγράφισε τις 60 περίπου υδατογραφιες και εγώ έγραψα τα κείμενα. Επίσης έχω γράψει και θεατρικά έργα. Αλλά να μη σας τα πω όλα και μακρηγορήσω πολύ…
• Το έργο σας πολύτιμο μπορείτε να συνεχίστε να μιλάτε γι αυτό.
Εντάξει, έχω γράψει 20 θεατρικά έργα. Ορισμένα είναι αυτόνομα και άλλα είναι διασκευές από λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως διηγήματα διότι πιστεύω ότι το θέατρο ως κείμενο εχει μεγάλη σχέση με το διήγημα. Αφού μού επιτρέπετε να μακρυγορήσω θα μιλησω για το «Σμύρνη οδός Μνήμης» μια και είναι 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, την Προσφυγιά και όλη αυτήν την τραγωδία, την μεγαλύτερη που έζησε ο ελληνισμός στην ιστορία του! Είναι ένα έργο που περιλαμβάνει μαρτυρίες αυτοπτών που έζησαν τα γεγονότα, τις οποίες έχω αλιεύσει από διάφορες
εκδόσεις, κυρίως από τις εκδόσεις του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Ταυτόχρονα ενθέτω αποσπάσματα από τις ιστορίες των γιαγιάδων μου που ήταν και οι δύο Μικρασιάτισσες. Πρόκειται για ιστορίες οκτώ γυναικών, που διασώθηκαν και που δείχνει ποια ήταν η οδύσσεια τους, έτσι όπως έχουν
καταγραφεί από την πρώτη γενιά προσφύγων. Επίσης, έχω ενθέσει δραματοποιημενο ένα λογοτεχνικό αφήγημα, που ως ιστός διατρέχει το έργο: «Η ιστορία ενός αιχμάλωτου», του Στρατή Δούκα. Αυτό λοιπόν είναι το τελευταίο μου βιβλίο, το οποίο παρουσιάστηκε στο Ζάππειο προ ημερών. Έχω γράψει αρκετά έργα, μη τα αναφέρω όλα, γιατί θα μιλάω πολύ ώρα.
“Δεν ξέρω αν αλλάζουν για το καλύτερο ή το χειρότερο, αλλά νομίζω ότι κάθε τέτοια εποχή, φέρει, προτείνει”
• Μπορείτε να μας αναφέρετε κάποιες από τις συνεργασίες σας;
Κοιτάξτε, έχω δουλέψει με πολλούς θιάσους. Και με ερασιτεχνικούς και με επαγγελματικούς. Και στο Κέντρο και στην περιφέρεια. Π.χ .σε μια διασκευή, της «Άσχημης Αδελφής» του Δ. Βικέλα, «Οι πονηριές της Φλουρούς» είχαμε συνεργαστεί με την Ελένη Γερασιμίδου και τον Αντώνη Ξένο. Παραστάσεις πολλές με διασκευές έργων, όπως είναι «Η Καλλιπάτειρα στο Φως της Ολυμπίας» που το είχα γράψει και παρουσιάσει για τους Ολυμπιακούς του 2004, είχε πρωταγωνιστήσει η Αλεξάνδρα Λαδικού. Επίσης είχε πρωταγωνιστήσει η Άννα Συνοδινού σε ένα έργο που είχα σκηνοθετήσει στην Στοά του Βιβλίου, το «Ω! Αφροσύνης των Ανόμων», που ήταν ένα πρωτότυπο κείμενο σχετικό με το θείο πάθος. Με τον Σταματη Κραουνάκη έχουμε συνεργαστεί σε 2 μουσικό – θεατρικές παραγωγές: τις «Δουλάρες» και το «Avanti Dario» (κείμενα για τον Ντάριο Φο, στο Ηρώδειο) Καθώς και άλλα… Τέλος πάντων, οι παραστάσεις που έχω υπογράψει σκηνοθετικά σε όλα τα πεδία είναι περίπου 70, μη υπολογίζοντας και αυτές που δουλέψαμε με τους φοιτητες μου, επιπλέον περισσότερες από 30. Στο θέατρο υπάρχει κι ένας συνεχής πειραματισμός που πολλές φορές είναι και άκυρος.
• Κυρίως στην χώρα μας, πως αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι του χώρου σας το θέατρο;
Κοιτάξτε, υπάρχει αγάπη για το θέατρο, το είπαμε. Αυτό δεν έχει εκπέσει. Υπάρχει όμως μια τάση, ενός χρονίζοντος μεταμοντερνισμού (όπως συνηθίζουμε να λέμε το φαινόμενο). Φαίνεται ότι έχουμε κολλήσει στην πρόθεση «μετά»: π.χ.: «μετα- μοντερνισμός» καθώς και στην πρόθεση «δια» π.χ.: «δια-δικτύωση». Είμαστε στο «δια» και στο «μετά» και όχι στο» μαζί» και στο» τώρα». Είναι ένα στοιχείο και ένα σημείο των καιρών. Νομίζω ότι ακόμα δεν έχει εκφραστεί μια σύγχρονη πρόταση. Προσωπικά δεν βλέπω, διαμορφωμένη -σε κάποιον
βαθμό- μια νέα αισθητική αντίληψη που να συνιστά τα σπουδαία (ή τα κλασσικά) κείμενα, στον σύγχρονο κόσμο με ισχυρές καλλιτεχνικές προτάσεις. Αυτή είναι η δική μου αίσθηση. Υπάρχει πάρα πολύς πειραματισμός. Θεμιτός βεβαίως αλλά όχι μόνον ως αυτοσκοπός. Σαφώς και δεν είναι μόνο αυτή η εκδοχή. Έχουμε και παραστάσεις εξαιρετικές! Αλλά υπάρχει κι ένας συνεχής πειραματισμός που πολλές φορές είναι και άκυρος, ως προς το ότι δεν συντελεί στη «συνομιλία» με το κείμενο αλλά ούτε και συμβάλλει στη μέθεξη του θεατή. Ορισμένες φορές μοιάζει να είναι ένας αφόρητος υποκειμενισμός άλλοτε πάλι μια άστοχη εκζήτηση, μια βαρύγδουπη «πόζα».
• Επιστρέφω στο ερώτημά μου περί επιθεώρησης. Είχε πει ο συγχωρεμένος Τζίμης Πανούσης, ότι δεν υπάρχει επιθεώρηση γιατί ο κόσμος κάθεται στην τηλεόραση και βλέπει τη Βουλή, χωρίς να πληρώνει τίποτα (γέλιο).Τώρα θέλω να μας πείτε για το θέατρο ως πολιτισμικό φαινόμενο και αν συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Και αν ναι, πώς;
Το θέατρο είναι «εφεύρεση» της Δημοκρατίας. Είναι ένα «δικό» μας δημιούργημα, δηλαδή εμείς (τον 5ο π. Χ. αι. στην Αθήνα) το εφηύραμε. Όταν σκεφτεί κανείς ότι το θέατρο του Διονύσου (το πρώτο θέατρο της ανθρωπότητας!) βρίσκεται διαγωνίως απέναντι -σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων- από την Πνύκα, δηλ. τον τόπο της άμεσης αθηναϊκής δημοκρατίας, αντιλαμβάνεται ότι η ωριμότερη στιγμή της αθηναϊκής δημοκρατίας γέννησε το θέατρο και μάλιστα με τις δύο όψεις του: την Τραγωδία και την Κωμωδία. Παντού αλλού στους αρχαίους πολιτισμούς έχουμε έπος, έχουμε τελετουργίες και άλλες μορφές παραστατικές αλλά δεν έχουμε θέατρο, όπως το εννοούμε σήμερα. Αυτό ξεκινάει στην Κλασσική Αθήνα! Κάπως σαν να άνθισε (στην κορυφή μιας μεγάλης εποχής) ένα σπάνιο άνθος ως αποτέλεσμα εξαιρετικών συνθηκών. Κι αυτό ήταν το θέατρο. Εκείνη την εποχή, βεβαίως, είχε έναν εξέχοντα και λειτουργικό ρόλο. Είχε ένα άλλο ει δικό βάρος. Μη ξεχνάμε ότι το θέατρο ήταν και η κυρίαρχη μορφή Καλλιτεχνικού θεάματος που είχε η ανθρωπότητα μέχρι και πρόσφατα, τον 20ο αι. (προ κινηματογράφου, τηλεόρασης και των
λοιπών οθονών). Ωστόσο, θεωρώ ότι το θέατρο δεν έπαψε να παίζει σπουδαίο ρόλο σε κάθε εποχή ούτε έπαψε να εκφράζει τη συνείδηση της κοινότητας. Να πούμε και κάτι άλλο; Σπουδαίος είναι και ο ψυχο-απελευθερωτικός ρόλος του Θεάτρου. Αναμφισβήτητη η ψυχο- θεραπευτική ισχύς του θεάτρου και διόλου ευκαταφρόνητη! Έχει πολλαπλές ιδιότητες το θέατρο και όχι μόνο για αυτούς που συμμετέχουν επί σκηνής
αλλά κυρίως για αυτούς που παρακολουθούν, τους θεατές. Είναι πολύπτυχη η προσφορά του θέατρου στην κοινωνία των ανθρώπων.
• Κυρία Στιβανάκη θα ήθελα να μας πείτε δύο λόγια σχετικά με την παιδαγωγική διάσταση του θεάτρου
Το θέατρο διδάσκει. Απελευθερώνει. Διαπαιδαγωγεί. Σε καλυτερεύει, διότι σε βοηθάει να αποκωδικοποιήσεις την ύπαρξή σου και τον κόσμο σου. Αντικαθρεφτιζει την εικόνα του ανθρώπου και της κοινωνίας στη διαχρονική τους υπόσταση. Ευαισθητοποιεί. Καλλιεργεί το πνεύμα, τη διανοητικοτητα, τα συναισθήματα, την ενσυναίσθηση, την καλαισθησία… Είναι συνθέτη και πολυπτυχη η επίδραση του Θεάτρου, πάντα ήταν! …
“Η δραματουργία στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλού επιπέδου και σε ποσότητα και σε ποιότητα”
“Για τον Έλληνα, το θέατρο δεν είναι μια πολυτέλεια, ή κάτι που αφορά μια τάξη, όπως είναι σε άλλες χώρες, όπως είναι στην Αγγλία κλπ. Είναι μια τέχνη ανοιχτή, μια τέχνη λαϊκή θα έλεγα”
• Το θέατρο οι Έλληνες το έχουμε στο αίμα μας, αγαπάμε το καλό θέατρο, έχουμε καταπληκτικούς συγγραφείς… Εσείς εισπράττετε αυτή την αγάπη του κόσμου για το θέατρο;
Παραμένουμε ακόμα θεατρο-λαός! έχουμε πολύ σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς στην νεότερη Ελλάδα. Να, ας πούμε, φέτος διανύουμε το έτος Καμπανέλλη. Ο Καμπανέλλης είναι πολύ σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας, όχι μόνο για τον τόπο μας αλλά έχει μεταφραστεί, έχει παιχτεί, στο εξωτερικό. Η περίφημη «Αυλή των Θαυμάτων του», είναι ένα αριστούργημα. Έργα του, όπως «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», που ήταν μια μορφή επιθεώρησης, (μιας και μιλήσατε πριν για την επιθεώρηση, αυτό ήταν μια μορφή επιθεωρησιακού πολυθεάματος), είχαν επίδραση στην πολιτική συνείδηση της εποχής. Έπαιζε το ζεύγος Καρέζη – Καζάκου, σε αυτή την εμβληματική παράσταση, λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Θέλω να
πω λοιπόν, έχουμε πολύ μεγάλους και επιδραστικούς σύγχρονους συγγραφείς. Θα πω τον Δημήτρη Κεχαΐδη, τον Μάριο Ποντίκα, τον Παύλο Μάτεση, τη Λούλα Αναγνωστάκη κλπ. Σύμφωνα με τον Βάλτερ Πούχνε (που είναι ένας από τους μεγαλύτερους θεατρολόγους της Ευρώπης) η δραματουργία στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλού επιπέδου και σε ποσότητα και σε ποιότητα, σε σημείο αξιοζήλευτο…
• Ποιοί κατά την γνώμη σας είναι οι βασικοί στόχοι της θεατρικής παιδείας;
Να καλλιεργήσουν τον άνθρωπο συνολικά! Να καλλιεργήσουν τον ψυχισμό του, το συναισθηματικό του τοπίο. Να καλλιεργήσουν το γούστο του. Να καλλιεργήσουν τη διανοητικότητα, την ενσυναίσθηση. Να καλλιεργήσουν τον διάλογο με την ύπαρξή μας και με τον περίγυρό μας. Να αντιληφθούμε και να ερμηνεύσουμε τις αξίες, τις αρχές, την ηθική τόσο στη σύγχρονία όσο και στη διαχρονία…
• Κυρία Στιβανάκη, σας ευχαριστούμε πολύ για την παρουσία σας.
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ.
• Ευχαριστούμε πολύ για την συνέντευξη. Ευχόμαστε υγεία και επιτυχία στα σχέδια σας.
Και εγώ χάρηκα πολύ και σας ευχαριστώ , γιατί μου δώσατε την ευκαιρία, συζητώντας μαζί σας, να μορφοποίησω ορισμένες σκέψεις μου!
Στο “Πατρινόραμα plus ” που κυκλοφορεί !