ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΣ ΣΤΟ «ΠΑΤΡΙΝΟΡΑΜΑ»: «Να, γιατί σταμάτησα να γράφω τραγούδια…»

Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΛΩΔΙΑΣ ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΣΤΟ «ΠΑΤΡΙΝΟΡΑΜΑ»

 

 

 

Είναι μάλλον αδύνατον να «στριμώξει» κάποιος στον πρόλογο μιας συνέντευξης, το συνολικά 45 δίσκων συνθετικό εύρος και την μεγάλου βεληνεκούς καλλιτεχνική οντότητα του Γιώργου Χατζηνάσιου.

Είναι ο πιανίστας που «δόξασε» μέσα από το πολυδιάστατο  έργο του τη μελωδία αλλά και τη δεξιοτεχνία, με όλους τους τρόπους: Μέσα από την τζαζ, μέσα από τη μουσική του για 38 ταινίες, 25 θεατρικά έργα και πολλές τηλεοπτικές σειρές, μέσα από ορατόρια, όπερες, βυζαντινά και συμφωνικά έργα και βέβαια μέσα τα διαχρονικά δισκογραφημένα τραγούδια του.

Παράλληλα με τις συνθέσεις του, το ίδιο πρωτοποριακές υπήρξαν και οι ενορχηστρώσεις του, που κατάφερναν σαν τα σημεία στίξεως του γραπτού λόγου, άλλοτε να υπογραμμίζουν, άλλοτε να σχολιάζουν και κάποιες άλλες φορές απλά να «χαϊδεύουν» το στίχο, δίνοντας χώρο στους τραγουδιστές να τεντώσουν ανενόχλητοι τις χορδές τους…

Ο Γιώργος Χατζηνάσιος, δίκαια συγκαταλέγεται στη δεκάδα των μεγαλύτερων Ελλήνων καλλιτεχνών, που είτε ως βραβευμένος  σολίστ, είτε ως ευπώλητος συνθέτης, ενστάλαζε πάντοτε στις παρτιτούρες του, το «Άγγιγμα ψυχής» του…    

  

 

Συνέντευξη στον Παναγιώτη Ρηγόπουλο

 

 

-Κύριε Χατζηνάσιο, πώς νιώθετε αλήθεια όταν ένα τραγούδι σας, πιστώνεται αποκλειστικά στον τραγουδιστή του;

«Αυτό δεν είναι μόνο δικό μου πρόβλημα, είναι παγκόσμιο! Δηλαδή για  να σας αναφέρω ένα παράδειγμα, η μεγαλύτερη επιτυχία του Φρανκ Σινάτρα είναι ως γνωστόν το «Strait in the night». Ξέρετε πότε έμαθα ότι δεν είναι δικό του τραγούδι; Όταν πέθανε! Μέχρι τότε νόμιζα ότι το είχε γράψει ο ίδιος. Και μάλιστα μετά, ξέχασα και το όνομα του Κροάτη αυτού συνθέτη της μεγάλης αυτής επιτυχίας… Εμείς οι συνθέτες είμαστε προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο φίλε Παναγιώτη»

-Ωστόσο δεν έχετε κάποια πικρία γι’ αυτό το γεγονός;

«Γι αυτό πολλοί συνθέτες και τραγουδοποιοί τραγουδάνε τα κομμάτια τους. Εμείς δεν το είχαμε αυτό τότε. Γιατί ένας να έβγαινε και να έγραφε μια κριτική και να μας χαρακτήριζε ψώνια, ότι τραγουδάμε ενώ δεν έχουμε φωνή, θα πηγαίναμε κατά διαόλου. Αλλά βλέπεις, ότι υπάρχουν  πολλοί συνθέτες που τραγουδάνε και δεν έχουν σωστή φωνή, αλλά από την άλλη εκφράζουν πολύ σωστά τα κομμάτια τους.

Βέβαια αυτό ξεκίνησε από τις δισκογραφικές εταιρείες, όταν αποφάσισαν να προτάξουν τον τραγουδιστή, σε βάρος του συνθέτη. Ακόμα και στο εξώφυλλο παρέλειπαν να αναγράφουν τα ονόματα των συνθετών. Για παράδειγμα. Το 1992 στο δίσκο «Επίθεση αγάπης» που έκανα για τον Γιάννη Πάριο, η εταιρεία ήθελε να μπει μόνο το όνομα του τραγουδιστή. Εγώ τους αντέτεινα όμως ότι το συμβόλαιο είχε υπογραφεί πριν την απόφαση αυτή, οπότε θα έπρεπε να μπει κανονικά και το όνομά μου στο εξώφυλλο. Μετά από αυτό, όχι μόνο δεν συνεργάστηκα ξανά με τη συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρεία, αλλά δεν κυκλοφόρησα άλλον δίσκο. Ήταν ο τελευταίος μου, με καινούργια τραγούδια για κάποιον καλλιτέχνη!».

-Γιατί όμως; Δεν ήταν κάπως υπερβολικό αυτό;

«Δεν το έκανα από ματαιοδοξία για το όνομά μου. Έπρεπε να τηρηθεί η τάξη. ήθελα να συνδεθώ εγώ με το τέλος εποχής, σε ό,τι αφορά στην παύση αναφοράς και αναγραφής των συνθετών, από το εξώφυλλο ενός δίσκου…»

– Τη δόξα κυρίως, την απολαμβάνουν οι τραγουδιστές στην Ελλάδα. Εσάς δεν σας ενδιέφερε ποτέ η αναγνωσιμότητά σας; Δεν είπατε ποτέ, γιατί να γίνονται πιο γνωστοί οι τραγουδιστές, από τους δημιουργούς των τραγουδιών;

 

«Αυτό που πάντα με ενδιέφερε, ήταν η αναγνώριση του έργου μου και όχι του προσώπου μου. Δεν με ενδιέφερε η προβολή μου, ούτε από τα ΜΜΕ, ούτε μέσα από τους χώρους που εμφανιζόμουν. Με ένοιαζε να κάνω καλά τη δουλειά μου, να παρουσιάζω καλά τραγούδια. Ήμουν πάντα αφοσιωμένος σε αυτό…»

 

 

«ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ»

 

-Έχετε εισπράξει αχαριστία από τραγουδιστές που τους γράψατε μεγάλες επιτυχίες; Σας αναγνωρίζουν εμπράκτως την συνεισφορά σας στην καριέρα τους;

«Δεν περιμένω από τους τραγουδιστές. Ο κόσμος, όπως σου είπα, με νοιάζει να αναγνωρίζει το έργο μου. Και μου φτάνει αυτό. Είναι πολύ σημαντικό όταν έρχεται κόσμος και σου εκφράζεται με πολύ αγάπη για τραγούδια που εξέφρασαν τη ίδια τη ζωή του. Και οι εκδηλώσεις του προς το πρόσωπό μου πολλές φορές είναι πραγματικά συγκινητικές… Αυτό με γεμίζει ικανοποίηση. Δεν με αφορά τι κάνουν οι τραγουδιστές»

Είσαστε χορτάτος από την αποδοχή του κόσμου;

«Πολύ, πάρα πολύ! Και αυτή είναι η μεγάλη μου ανταμοιβή. Αυτό είναι το σπουδαιότερο που μένει τελικά, μετά από τόσα χρόνια καριέρας.»

 

-Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί στην ελληνική πραγματικότητα;

«Είναι σίγουρα η έλλειψη παιδείας, που δυστυχώς υπάρχει σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, αλλά που όμως είναι θα έλεγα ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Υπάρχει απαιδευσία, έλλειμα πολιτισμού, κρίση αξιών. Ειδικά όμως στην Ελλάδα, υπήρξε και μια συνωμοσία πολλών μέτριων ανθρώπων, που επέφερε καταστροφικά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς…» 

 

 

«ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ, ΑΛΛΑ ΜΟΥ ΖΗΤΗΣΑΝ…»

-Λένε πολλοί, ότι ο Χατζηνάσιος, θα μπορούσε να έκανε διεθνή καριέρα ως συνθέτης, για παράδειγμα κινηματογραφικών ταινιών. Το επιχειρήσατε; Το θέλατε;

«Πήγα κάποια στιγμή στην Αμερική. Αλλά θυμάμαι, ήταν ένας παραγωγός ατζέντης ο οποίος μου είπε ότι «για να μιλήσω για σένα θέλω τόσες χιλιάδες δολάρια.» Καταλαβαίνεις τι μου ζήτησε για να με προωθήσει, να με βάλει σε δουλειές, να με δικτυώσει… Του λέω, δεν συναντιόμαστε από κοντά να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες και άμα είναι να συμφωνήσουμε; Μου λέει «όχι, πρώτα τα λεφτά!». Καταλαβαίνεις ότι ήταν δύσκολο, από την άλλη είχα και την οικογένειά μου, είχαμε τρία παιδιά με τη σύζυγό μου. Οπότε τα παράτησα και επέστρεψα στην Ελλάδα…»

-Σε ποιον χρωστάτε την ενασχόλησή σας με το πεντάγραμμο;

«Σίγουρα στον πατέρα μου, τον Αγάπιο Χατζηνάσιο, ο οποίος ήταν καθηγητής μουσικής και ένας από τους καλύτερους σαξοφωνίστες στα Βαλκάνια εκείνη την εποχή! Ήμουν περίπου 6 ετών, όταν με ρώτησε με ποιο μουσικό όργανο θα ήθελα να ασχοληθώ. Αμφιταλαντεύτηκα, ανάμεσα στο πιάνο και στο βιολί, αλλά τελικά διάλεξα το πιάνο. Και δεν το έχω μετανιώσει. Το πιάνο για μένα είναι κάτι, σαν προέκταση του σώματός μου, του εαυτού μου. Βέβαια υπάρχει και ένας μάλλον αστείος λόγος για τον οποίο προτίμησα το πιάνο. Επειδή στο σπίτι μας, λόγω του πατέρα μου, έρχονταν διάφοροι μουσικοί, είχα παρατηρήσει ότι οι βιολιστές είχαν στο λαιμό τους ένα σημάδι, λόγω της στήριξης στο σημείο εκείνο του οργάνου. Αυτό στα μάτια μου φάνηκε πολύ άσχημο και γι αυτό διάλεξα το πιάνο! Ξεκίνησα στο Ωδείο, όπου πραγματικά ήμουν πολύ μελετηρός, με αυστηρό ωράριο που το τηρούσα απαρέγκλιτα»

 

 

ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΜΠΑΡΕ, ΣΤΟΝ ΓΑΒΑΛΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΟΥΖΑΚΗ

-Πού σπουδάσατε μουσική και πότε ξεκινήσατε να εργάζεστε επαγγελματικά ως μουσικός;

«Ξεκίνησα στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, μετά πήγα στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια, όταν μετοικήσαμε στην Αθήνα, ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Ωδείο Αθηνών και το Εθνικό Ωδείο. Από τα 14 χρόνια μου, παράλληλα με το Ωδείο, ξεκίνησα να παίζω σε ένα καμπαρέ! Ήταν ένας διαφορετικός κόσμος, με τα ποτά, τις γυναίκες, τη νύχτα. Αλλά εμένα δεν με επηρέασε. Μου άρεσε που κατάφερνα να βγάζω λίγα χρήματα από τη δουλειά μου παίζοντας πιάνο, που τόσο μου άρεσε. Κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, με αφορμή το συγκρότημα του Πάνου Γαβαλά. Στη συνέχεια με ζήτησε ο Γιώργος Μουζάκης, γιατί είχε ξεμείνει από πιανίστα. Και κάπως έτσι, νεαρός ακόμα ξεκίνησα σε σοβαρή βάση. Και το 1971, έρχεται η ουσιαστική είσοδός μου στη δισκογραφία, με το δίσκο «4,5,3», που ερμήνευαν οι Γαλάνη, Κόκκοτας, Διονυσίου. Ο άνθρωπος που με παρακίνησε να ασχοληθώ με τη σύνθεση, ήταν ο παραγωγός Σπύρος Ράλλης, σύζυγος της στιχουργού Σέβης Τηλιακού»

-Μελετάτε ακόμα και τώρα μουσική;

«Και βέβαια! Ακόμα και τώρα αφιερώνω περίπου δύο ώρες καθημερινά, ασκούμενος στο πιάνο, ώστε να μπορώ να διατηρήσω τη δεξιοτεχνία μου»

-Πέρα από τη μουσική σας, έκανε πάντα εντύπωση στα τραγούδια  σας και η πρωτοποριακή ενορχηστρωτική γραμμή που ακολουθούσατε. Υπήρξε κάτι που σας ενόχλησε σε κάποια κριτική;

«Κατά τη γνώμη μου, η ενορχήστρωση είναι ένα βασικό στοιχείο της παραγωγής ενός δίσκου και δυστυχώς, πάντα με ενοχλούσε η άγνοια ή η αδιαφορία των κριτικών στο ζήτημα αυτό. Δεν αναφέρονταν στις  εισαγωγές, τα κουπλέ και τα ρεφρέν των τραγουδιών, αλλά έκαναν μια γενικότερη κριτική του υλικού ενός δίσκου. Εγώ έδινα πάντοτε μεγάλο βάρος στην ενορχήστρωση, χωρίς όμως να έχω πρόθεση να εντυπωσιάσω το ακροατήριο. Ήθελα να βγαίνει το ηχόχρωμα από τα όργανα, χωρίς να ενοχλούν την μελωδία και τον τραγουδιστή, υπογραμμίζοντας όπως χρειαζόταν τον στίχο με κάποιο όργανο. Θα έλεγα, ότι επέλεγα εντελώς ενστικτωδώς τα όργανα που θα έντυναν τα τραγούδια μου, έτσι όμως ώστε πάντα να εξυπηρετούν το γενικότερο κλίμα και να μην επισκιάζουν τις μελωδίες.

Πρέπει να σημειώσω βέβαια, ότι εμείς οι συνθέτες παλιά κάναμε μόνοι μας τις ενορχηστρώσεις στους δίσκους μας, αλλά στη συνέχεια επικράτησε, ο κάθε συνθέτης να δίνει την ενορχήστρωση σε άλλο μουσικό. Κάτι που επέτρεψε την είσοδο διαφόρων ανθρώπων στη δισκογραφική διαδικασία παραγωγής, που αλλοίωσαν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα»

-Τελικά για την επιτυχία ενός τραγουδιού, έχει μεγαλύτερο μερίδιο η μουσική ή ο στίχος;

«Αν και μουσικός, νομίζω ότι έχει ο στίχος! Ο κόσμος αγαπάει ένα τραγούδι, περισσότερο από το στίχο. Αυτό είναι που τον αγγίζει περισσότερο. Η μουσική έρχεται σε δεύτερη μοίρα, τουλάχιστον για τον μέσο ακροατή. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τραγουδιών με κακή μουσική που έκαναν επιτυχία, διότι είχαν πολύ καλό στίχο. Βέβαια στην ορχηστρική μουσική, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, αφού εκεί δεν υπάρχουν λόγια»

 

 

«ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΒΟΗΘΗΣΕ Η ΔΕΞΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΗΣ»

-Σας έχει κοστίσει καλλιτεχνικά το γεγονός ότι δεν προσδεθήκατε πότε σε αριστερό κομματικό άρμα; Ότι δηλαδή ήσασταν δεξιός;

«Πάρα πολύ! Να σου πω και κάτι χαρακτηριστικό, υπάρχει και πολιτικός που είχε διατελέσει αρχηγός κόμματος της Αριστεράς, που μου είπε: «Γιώργο να σου πω κάτι; Πραγματικά μου φαίνεται πάρα πολύ περίεργο που υπάρχεις καλλιτεχνικά. Απορώ πώς υπάρχεις!»

-Δεν έχει ευθύνες όμως και η δεξιά, που δεν υποστήριξε ποτέ τους συνθέτες που ανήκαν στην δική της παράταξη;

«Ποτέ δεν βοήθησε η δεξιά τους συνθέτες που ασπάζονται την ιδεολογία της. Δεν ασχολείται καθόλου. Και καλά κάνει δηλαδή. Μακάρι να ήταν έτσι με όλα τα κόμματα. Αν και η Αριστερά έκανε το ίδιο, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό. Για παράδειγμα στην Αμερική, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Εκεί, αν δεν είσαι καλός στη δουλειά σου και άμα δεν τα φέρνεις, δεν πάει να έχεις πολιτική υποστήριξη, δεν γίνεται τίποτα. Θυμάμαι, το 1981 που είχε βγει το ΠΑΣΟΚ, ήταν μια κυρία που ήταν διευθύντρια του Δευτέρου Προγράμματος της ΕΡ και μου είπε: «Γιώργο από δω και πέρα, μην περιμένεις να παίζονται τα κομμάτια σου. Θα προωθήσουμε τους δικούς μας μόνο!»

-Εννοώντας δηλαδή τους «πράσινους» καλλιτέχνες. Μα καλά, έτσι απροκάλυπτα σας το είπε;

«Ναι, έτσι απροκάλυπτα! Και μου ανέφερε μάλιστα και πέντε, πολύ γνωστά βέβαια ονόματα… Και γι αυτό αναγκάστηκα το 1984, επειδή δεν ακουγόμουνα πουθενά να κάνω με τον Γιάννη Σπανό το δίσκο «Στα δύο πιάνα» στο «Μισέλ», ώστε να βγω ξανά στην επικαιρότητα. Τότε μάλιστα, πριν έρθει το ΠΑΣΟΚ το ’80 και το ‘81, είχα κάνει δύο υπέροχους δίσκους τα «Συναξάρια» με τον Δημήτρη  Μητροπάνο και το «Χωρίς ταυτότητα» με την Τάνια Τσανακλίδου.»

-Από την άλλη, υπάρχουν καλλιτέχνες που επιβλήθηκαν από την Αριστερά στην κοινή γνώμη;

«Εεεε βέβαια! Αν εξαιρέσεις τον Θεοδωράκη ο οποίος ήταν ένας τεράστιος συνθέτης, υπάρχουν πολλά ονόματα που επιβλήθηκαν από την Αριστερά. Υπάρχουν και άλλοι που συντηρήθηκαν για χρόνια από το Κράτος. Παίρνανε συναυλίες, εγώ δεν πήρα τίποτα. Ξαναλέω βέβαια ότι αυτό συμβαίνει την Ελλάδα, είναι ελληνικό φαινόμενο. Στο εξωτερικό, τα κόμματα δεν μπλέκονται με τους συνθέτες»

 

 

«ΔΕΝ ΕΚΑΝΑ ΠΟΤΕ ΔΙΣΚΟΥΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ!»

-Ακολουθούσατε συνταγή στο γράψιμο σας;

«Όχι ποτέ. Και αυτό φαίνεται νομίζω και από τις δουλειές μου. Ακολουθούσα πάντα το ένστικτό μου. Έδινα όμως πολύ σημασία στον στίχο. Έπαιρνα το στίχο και έγραφα μουσική πάνω σε αυτόν και όχι το αντίστροφο, όπως κάνουν πολλοί συνάδελφοί μου. »

-Κάνατε ποτέ δίσκους κατά παραγγελία;

«Όχι ποτέ! Γενικότερα θα σου πω, ότι εγώ τρία πράγματα δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου, σε ό,τι αφορά στη μουσική: Δεν τηλεφώνησα σε δισκογραφική  εταιρεία να μου βγάλει δίσκο, σε στιχουργό να μου γράψει τραγούδι και σε δημοσιογράφο για να μου κάνει συνέντευξη. Βέβαια όταν άρχισα να κάνω επιτυχίες, μου τηλεφωνούσαν οι εταιρείες και μου έλεγαν ότι «θέλουμε να κάνεις ένα δίσκο για τον Πάριο, για τη Μούσχουρη και άλλους». Αν αυτό είναι παραγγελία, τότε ναι, έγραψα και εγώ κατά παραγγελία»

-Γνωρίζατε από πριν ποια τραγούδια σας θα έκαναν επιτυχία;

«Όχι! Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις. Πρέπει να σου πω, ότι όταν έπαιρνα έναν στίχο, από τον στίχο καταλάβαινα ότι μπορεί να αρέσει στον κόσμο. Δεν ήμουν ποτέ σίγουρος από τη μελωδία, ότι θα μπορούσε να κάνει επιτυχία ένα τραγούδι μου»