Η Μύκονος έγινε Ντουμπάι και η Αθήνα Μύκονος;

Πριν τρία χρόνια, το γραφείο Elastic Architects μετέφερε το μαγαζί που έχει ταυτιστεί με την Μύκονο, στα Αραβικά Εμιράτα. Ο λόγος για το Nammos, με τις θρυλικές βραδιές γνωστών τραγουδιστών, γιγάντιων σαμπανιέρων και λογαριασμών με πολλά μηδενικά.

 

Η σύνδεση Ντουμπάι-Μυκόνου δεν είναι τυχαία. Όσες και όσοι επισκεπτόμαστε την Μύκονο για οποιοδήποτε λόγο, έχουμε προσέξει πως, τα τελευταία χρόνια, δεν χαρακτηρίζεται τόσο από τον πολυθρύλητο ομοερωτικό τουρισμό της, όσο από τον μουσουλμανικό με χρυσά δόντια και εξωφρενικές απαιτήσεις παροχών-τις οποίες σπεύδουμε να εξυπηρετήσουμε μέσω προσωπικού αποτελούμενου κυρίως από νεαρά φιλόδοξα άτομα που, στο τέλος της σεζόν, ξεπουπουλιασμένα βαριανασαίνουν με όσα είδαν κι όσα πάθανε.

 

Το πώς τα πράγματα οδήγησαν τη Μύκονο, από ένα ξερό, πανέμορφο κυκλαδοτόπι με σπέρματα γνήσιου κοσμοπολιτισμού που ξεκίνησαν από εγχώριους σταρ και ανθρώπους των γραμμάτων να ταυτίζεται με μαγαζιά στα οποία σερβίρονται αρειμανίως μπουκάλες αργιλέδων και σπαταλιέται ανούσιο χρήμα σε κάθε λογής είδος πολυτελείας είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.

 

Το θέμα ίσως έγκειται περισσότερο στο ότι, όσο η Μύκονος ομοιάζει στον πλαστικό, επιφανειακό πλούτο του Ντουμπάι, αυτής της προκάτ πόλης-φαντασίωσης των χαμηλής αισθητικής, είναι η αλήθεια, οικονομικά άνετων συνανθρώπων μας, τόσο θα ανεβαίνουν οι τιμές στην Αθήνα, η οποία παλεύει να γίνει…Μύκονος.

 

Γιατί η Αθήνα Ντουμπάι δεν μπορεί να γίνει-ευτυχώς. Η ιστορικότητά της και η αρχοντιά της είναι τέτοια που αναχαιτίζει την όποια επέλαση νεόπλουτης δευτεράντζας, σωρείας σιλικονάτων χειλιών που ποζάρουν για stories σε κινητά τελευταίας τεχνολογίας και wanna golden boys που μεθοκοπούν με το οικογενειακό χρήμα, νομίζοντας ή γνωρίζοντας ότι παραμένει ανεξάντλητο. Όχι, η Αθήνα είναι ένα χωνευτήρι με κοφτερές λεπίδες και ανακατεύει άριστα τους επισκέπτες και τους κατοίκους της, τους τουρίστες με προορισμό τις Κυκλάδες και τους επαγγελματίες καταναλωτές με προορισμό την επίδειξη και την συμφορά.

 

Κι όμως, αυτή ακριβώς η «πολυκλαδική» πόλη αρχίζει να παίρνει μια πιθανώς επικίνδυνη για το μέλλον των ανθρώπων της (και ουχί των επιχειρήσεών της κατ’ ανάγκη) στροφή προς τη μυκονοποίηση. Όλη η αθηναϊκή ριβιέρα (ναι, έτσι ονομάζεται πλέον και επισήμως η παραλιακή) πωλεί elegance καμωμένο από ευτελή υλικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως το διαχρονικό πλέον Island του εργατικού, φιλόδοξου, πάμπλουτου επιχειρηματία Χρύσανθου Πανά, ο οποίος κάνει προσπάθειες και για τον πολιτισμό, κοιτώντας και λίγο πιο έξω από την δική του τσέπη. Οι πανάκριβες τιμές στις ξαπλώστρες, οι ζεστές γρανίτες των 7 και των 10 ευρώ, τα γεμάτα κακά σιρόπια κοκτέιλ που πλασάρονται ως γαστρονομικά, το πνίξιμο των ακτών από τους ιδιώτες, καθιστούν την Αθήνα για τους ντόπιους σχεδόν αφιλόξενη.

 

Και από εκεί που ο Έλληνας έλεγε ότι δεν μπορεί να πάει Μύκονο (πράγμα που εξ αρχής, και προ αραβοποίησης, δηλαδή, ήταν παράλογο), τώρα είναι πιθανό να λέει-και να το εννοεί!-ότι δεν μπορεί να πάει ούτε στην παραλία της πόλης του για μια βουτιά, χωρίς να ταραχθεί σημαντικά ο προϋπολογισμός του. Η Ελλάδα, σιγά σιγά, μεταμορφώνεται σε ένα happy place για τουρίστες, επενδυτές, ακόμα και Έλληνες του εξωτερικού, ενώ για τους ιθαγενείς της βγάζει νύχια και δόντια. Και για να μην κατηγορούμε μονάχα την Μύκονο και την Αθήνα, οι Κυκλάδες είναι επίσης απλησίαστες.

 

Με διαμονές σε μέσης πολυτέλειας και άνεσης μέρη που δεν στοιχίζουν (παρά μόνο κατά τύχη ή εξαίρεση) κάτω από 120 ευρώ το βράδυ για δύο άτομα, με τηγανιτές πατάτες στις ταβέρνες στα 8 ευρώ, με λειψές μερίδες για λόγους κέρδους, με υποτιμητικό ύφος απέναντι στον Έλληνα πελάτη (που δεν έχει κουλτούρα ή και δυνατότητα να αφήνει βαρβάτα πουρμπουάρ), σε λίγο καιρό εμείς που ζούμε στην Ελλάδα θα  νιώθουμε απλώς εργαζόμενοι σε αυτήν. Και θα κάνουμε ωραιότατες διακοπές στα πανέμορφα, γειτονικά μας Βαλκάνια, ακόμα και στην φθηνή, βολική και επίσης ωραία Τουρκία με τα παράλιά της και με τις πλούσιες αγορές της που απευθύνονται σε μεγαλύτερο κοινό, άρα, ναι, είναι πιο δημοκρατικές.

 

Η δημοκρατία, άλλωστε, έχει άμεση σχέση με την οικονομία και την κοινωνική πραγματικότητα και καθημερινότητα. Πώς, αν έχεις μια καλή δουλειά, των 1.500 ευρώ θα κάνεις ένα τριήμερο στη Σίφνο (με συνολικό μπάτζετ κατ’ άτομο και στην καλύτερη 500 ευρώ), όταν το ενοίκιό σου, επίσης, κοστίζει 500 ευρώ; Δε βγαίνει ο μήνας. Εκτός κι αν τρέφεσαι με ντομάτες και σταφύλια. Αν δεν καπνίζεις. Κι αν είσαι πραγματικά λάτρης του μινιμαλισμού-ένα ποτό, όλη μέρα παραλία, λίγα λόγια και με νόημα.

 

Ζωή είναι δύσκολο να τραβηχτεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μοιάζει αβίωτη και είναι άδικο να μας κατηγορούμε για μιζέρια. Έντιμοι, προκομμένοι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να τα βγάλουμε πέρα, ιδίως αν έχουμε οικογένειες. Η απόλαυση μάθαμε να έρχεται για εμάς σε δεύτερη μοίρα-αλλά μερικές μέρες διακοπές με αξιώσεις για φρέσκα θαλασσινά κι ένα ποτηράκι παραπάνω δεν είναι κάτι παράλογο, θα μπορούσε να αποτελεί σχεδόν δικαίωμα.

 

Τι μπορούμε να πούμε για πακέτα διακοπών για ζευγάρια που αναζητούν εβδομαδιαίες διακοπές στην Κρήτη, ας πούμε; Κάτω από τα 2.000 δεν πέφτουμε φέτος, επίσημα στοιχεία μίλησαν για 1.800 πριν τρία χρόνια. Για Μύκονο δεν γίνεται καν λόγος. Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα καθαρά, η χώρα των σερβιτόρων της Ευρώπης μπορεί να απολαύσει με την ψυχή της διακοπές φιλοξενούμενη σε εξοχικά ή παραθαλάσσια σπίτια φίλων, μερικές μέρες μετά το πέρας της σεζόν, βάζοντας χέρι στα μεροκάματα τα ιδροκοπημένα ή έχοντας γενικώς μια πολύ καλή τύχη-βρει, δηλαδή, στην ζούλα καμιά φθηνή διαμονή, αντέξει να περιμένει ως τον Οκτώβρη, μοιραστεί έξοδα με φίλους, επιλέξει τον δρόμο της φύσης για χαλάρωση μετ’ εμποδίων, κουνουπιών και, μεταξύ μας, όχι και τρελής άνεσης.

 

Οι ελεύθερες πλαζ όλο και λιγοστεύουν: σε Αθήνα, Μύκονο και Ελλάδα. Εκεί που κάνουν μπάνιο οι φτωχοί, για να το πούμε λαϊκά. Εκεί που θα πετύχεις ακόμα τα τάπερ της μαμάς και τα φτηνά παιχνίδια παραλίας. Εκεί που, καμιά φορά, χωράει περισσότερη χαρά από ό, τι στα στημένα αντίσκηνα των επιχειρηματιών που οχλούν την ομορφιά της ελληνικής φύσης με τις μουσικές στη διαπασών. Η βιομηχανία του ελληνικού καλοκαιριού αρχίζει να αφορά λίγο λίγο μια ελίτ ανθρώπων. Αλλά επειδή δεν είναι όλοι οι τουρίστες φορτωμένοι χρήμα ή ευηθείς, τα επόμενα χρόνια μπορεί να αρχίζουν να την κάνουν για Αλβανία, Κουσάντασι, ακόμα και Ιταλία, Μάλτα, Κύπρο!

 

Τότε, οι επιχειρηματίες θα κατεβάσουν τις τιμές και θα ρίξουν χαμηλότερα το βλέμμα, αλλά, στο μεταξύ, και οι εναπομείναντες εν Ελλάδι ντόπιοι πιστοί μπορεί να έχουν στραφεί επίσης αλλού για τις θερινές στιγμές ραστώνης που αξίζουν. Είναι ευχάριστο να ακούμε κάθε χρόνο τα νούμερα που αποφέρει ο τουρισμός στην χώρα, θα ήταν χρήσιμο όμως να μπαίναμε και στην διαδικασία να σκεφτούμε πότε απολαύσαμε τελευταία φορά διακοπές στην πατρίδα μας, μη νιώθοντας ότι μας πιάνουν κορόιδα εκείνοι που θα προτιμούσαν να είμαστε τουρίστες, για να μας ξεφορτωθούν κι απ’ την ταβέρνα μια ώρα αρχύτερα, να βάλουν άλλους να κάτσουν.

 

Η ελεύθερη οικονομία οδηγεί στην άνθιση πολλών πραγμάτων, αλλά το πολύ το λίπασμα μπορεί να προκαλέσει πρόωρο μαρασμό-βασικές ανθοκομικές, κηπουρικές γνώσεις. Από αυτές που εξασκούμε στα μπαλκόνια μας, εκεί όπου το τσάι με λεμόνι δεν κοστίζει ακόμα σχεδόν τίποτα.

 

Άραγε, στο μέλλον, θα είναι τα μπαλκόνια μας οι καλοκαιρινοί παράδεισοι που θα μας έχουν απομείνει;

 

 

Διαβάστε  στο πανελλαδικό περιοδικό “πατρινόραμα-Hellenic” που κυκλοφορεί στα περίπτερα όλης της χώρας.