Ο Τυφλός που δεν ήθελε να δει τον Τιτανικό

Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος

Χιούμορ, το καλύτερο αλεξίπτωτο πάνω από την κόλαση

Όλοι περπατούμε πάνω στο φλοιό της γης, με το ίδιο μπλε του ουρανού να τυλίγει τις σκέψεις μας και με το ίδιο δροσερό αεράκι να φουσκώνει τα πανιά των επιθυμών μας, μα δεν έχουμε όλοι την ίδια ματιά, δεν μπορούμε όλοι να δούμε το σμίξιμο της θάλασσας με τον ουρανό, δεν έχουμε το ίδιο φεγγάρι τις νύχτες και κυρίως δεν έχουμε όλοι το κουράγιο να κινήσουμε να φτάσουμε μέχρι την άκρη των οριζόντων μας.

Ο Γιάκο στον «Τυφλό που δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό» που προβάλλεται στο Cinobo, είναι ένας άντρας με πολλαπλή σκλήρυνση κατά πλάκας, η οποία του έχει προκαλέσει αναπηρία και τύφλωση. Ο ήρωας της ταινίας δεν μπορεί να αποχωριστεί το αμαξίδιο του και τα καταφέρνει μόνος στο διαμέρισμά του επειδή κάποια νοσοκόμα, η οποία τον επισκέπτεται για λίγες ώρες την ημέρα τον βοηθάει να βάλει λίγη τάξη στην έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερη και δύσκολη ζωή του. Η σκλήρυνση κατά πλάκας μπορεί να έχει καταβάλει τον Γιάκο σωματικά αλλά όχι ψυχικά και πνευματικά. Ο Γιάκο έχει γνωρίσει τη Σίρπα που έχει κι αυτή σοβαρά προβλήματα υγείας, μέσω των social media, την οποία έχει ερωτευθεί και είναι σε συνεχή επαφή μαζί της, μόνο μέσω των κινητών τους βέβαια, γιατί κάθε μετακίνηση των ηρώων μας είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη. Ο Γιάκο σινεφίλ ολκής σχολιάζει εύστοχα με σαρκαστικό τρόπο τον «Τιτανικό» του Κάμερον, μια ταινία που αρνείται με πεισματικό τρόπο να δει. Η ταινία είναι η αγαπημένη ταινία της εξ αποστάσεως και μόνο, ερωμένης του της Σίρπα, που όλο συζητούν να βρεθούν για να δουν παρέα ταινίες και να τα πουν από κοντά. Μένουν σε διαφορετικές περιοχές όμως και δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να συναντηθούν , γιατί «χρειάζονται δυο ταξί, ένα τρένο και πέντε άνθρωποι» όπως σημειώνουν οι πρωταγωνιστές, οι οποίοι θα βοηθήσουν τον Γιάκο, τις κατάλληλες στιγμές, να βρεθεί κοντά στη Σίρπα.

-Θα καταφέρουμε κάποτε να συναντηθούμε πριν κάποιος από τους δυο μας πεθάνει; Αναρωτιέται φωναχτά στο αφτί του Γιάκο η Σίρπα. Εκείνος όλο το υπόσχεται το ταξίδι κι όλο το αναβάλει. Όταν όμως φτάνουν στη Σίρπα συνταρακτικά νέα ο Γιάκο το αποφασίζει, παραμερίζοντας τα ολοφάνερα σχεδόν ανυπέρβλητα προβλήματα, που εξέχουν από την κατάστασή του. Ένα απλό ταξίδι που θα φέρει κοντά τον Γιάκο με την αγαπημένη του, που σε άλλη περίπτωση θα ήταν μια απλή διαδικασία, στην ταινία γίνεται ένας μικρός, μπορεί και μεγάλος άθλος, που θέλει πνεύμα καθαρό, θέληση σιδερένια και απύθμενη επιθυμία.

Η ταινία «Ο Τυφλός που δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό» ξεκινά με ένα γκρο πλαν στα πόδια ενός αθλητή ή κάποιου αθλούμενου τέλος πάντων και ενώ περιμένουμε το κάδρο να ανοίξει για να αποκαλυφθεί αυτός που γυμνάζεται με ένα κατ αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε σε ένα ασθμαίνοντα εφιάλτη κάποιου, που αγκομαχά όχι να τρέξει μα να ζήσει. Ο Φιλανδός σκηνοθέτης Τέμου Νίκι μετά τα πρώτα αυτά λίγα λεπτά, κολλά τη κάμερα σε ένα κοντινό πλάνο του ανάπηρου Γιάκο κι από εκεί ελέγχει, εξετάζει και ερευνά τα πάντα και το πάθος του ερωτευμένου ανάπηρου ανθρώπου και την τιτάνια δύναμη και αντοχή του και την αγριότητα των ανθρώπων γύρω του. Μπορεί η αγριότητα γύρω από τον ανάπηρο άνθρωπο να είναι εντέχνως φλουταρισμένη αλλά με σαφήνεια και με οξυδέρκεια υπογραμμισμένη. Αιχμή του δόρατος στην υπέροχη αυτή προσπάθεια είναι η πειστική ερμηνεία του Πέτρι Περιολάινεν ως Γιάκο. Το σπαρακτικό άδειο βλέμμα του, στις δύσκολες στιγμές του, η γεμάτο χλευασμό και κυνισμό έκφρασή του, όταν τα πράγματα ακροβατούν ανάμεσα στον εξευτελισμό και τον αφανισμό, η πλημμυρισμένη από ερωτισμό, καλοσύνη και λαχτάρα έκφρασή του όταν επικοινωνεί με την αγαπημένη του, αλλά και ο τρόμος και η απόγνωση όταν τα πράγματα μοιάζουν να μην έχουν επιστροφή κάνουν την ερμηνεία του Περιολάινεν κομβική και άκρως απαραίτητη για να ολοκληρωθεί αυτό το μικρό ποίημα, ύμνο στη δύναμη του ερωτευμένου και την ασύλληπτη αντοχή του ανθρώπου που δεν φοβάται τις δυσκολίες της ιδιαίτερης ζωής του και τις αναπηρίες όχι μόνο τις δικές του αλλά κυρίως του κόσμου γύρω του. Το κάδρο του Τέμου Νίκι είναι θα ‘λεγε κανείς καρφωμένο, στο εξομολογητικό πρόσωπο του καθηλωμένου στο αναπηρικό αμαξίδιο του Γιάκο, όλα τα άλλα γύρω κι αυτά που τον απειλούν κι αυτά που τον θάλπουν κι αυτά που τον προσπερνούν είναι φλου, ασαφή, απροσδιόριστα, αβέβαια, θολά κι έτσι ο σκηνοθέτης καταφέρνει να τα κάνει πιο απειλητικά όταν είναι απαραίτητο, περισσότερο τρυφερά και ανθρώπινα όταν χρειάζεται και να τ’ αφήνει στην αδιαφορία γιατί έτσι τους πρέπει όταν δεν έχουν καμιά σημασία και αξία. Η φωτογραφία του Σάρι Ααλτονεν ολοκληρώνει το συναρπαστικό αυτό ταξίδι του ανάπηρου αλλά ολοκληρωμένου και δυνατού ανθρώπου του Γιάκου, από τα βάθη της μοναξιάς και της απόγνωσης στα παράλια της αγάπης και της συγκίνησης με ενδιάμεσους σταθμούς την αβεβαιότητα, τη συνεχή αγωνία την απύθμενη σκληρότητα, την αναίτια απονιά και την απάνθρωπη αναλγησία.

Ένα συναρπαστικό δράμα, ριγμένο στις ράγες του θρίλερ και διαποτισμένο με βαθύ και αμόλυντο ανθρωπισμό του Πρωταγόρα (Για όλα τα πράγµατα μέτρο είναι ο άνθρωπος), είναι το «Ο Τυφλός που δεν Ήθελε να Δει τον Τιτανικό» που το αιχμηρό χιούμορ, ο κυνισμός και το αστραφτερό πνεύμα του ανάπηρου, δεν αφήνει το φιλμ να βουλιάξει σε ρηχούς μελοδραματισμούς και αξιολύπητους και υποκριτικούς εναγκαλισμούς με τον φτηνό φιλανθρωπισμό. Αντίθετα θαυμάζουμε το ισχυρό πνεύμα, τις ψυχικές δυνάμεις και το σθένος του ανθρώπου, που ο έρωτας μπορεί να τον κάνει όχι μόνο να περπατήσει ανάμεσα σε τρομερά εμπόδια, αλλά να πετάξει πάνω από ασύλληπτες δυσκολίες και τρομερές αντιξοότητες. Με όπλο το χιούμορ και την ειρωνεία ο Γιάκο αντιμετωπίζει κάθε αναποδιά και κυρίως αυτά που επιφύλασσε η ζωή στο κορμί του, αλλά γνωρίζει την αξία του χιούμορ ο ήρωας μας και διασταυρώνει στις πράξεις του με τα λόγια του Γάλλου σκιτσογράφου Βολίνσκι «Το χιούμορ είναι ο πιο σύντομος δρόμος από έναν άνθρωπο σε έναν άλλον».