Ανήμερα πρώτη του Γενάρη του 1959, νωρίς το πρωί, ξύπνησα αγκαλιά με το ξύλινο φορτηγάκι. Είχε μια πάνινη τέντα και σιδερένιες κόκκινες ρόδες, που έστριβαν από το τιμόνι. Ήταν το καλύτερο παιχνίδι και δεν χόρταινα να το κοιτάζω από την παραμονή των Χριστουγέννων, που μου το έφεραν δώρο.
Το προηγούμενο απόγευμα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, η μητέρα μου μας πήγε βόλτα, εμένα και τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου, στους μπουναμάδες. Ήταν στημένοι στο κέντρο της πόλης, γεμάτοι χρώματα και φώτα, αλλά το μυαλό μου ήταν πίσω στο φορτηγάκι που είχα αφήσει στο σπίτι.
Πολύχρωμα λαμπιόνια στους πάγκους, κούκλες, στολίδια, ξύλινα και σιδερένια παιχνίδια, στρατιωτάκια και ακροβάτες.
Τα πιο πολλά αγιοβασιλιάτικα και μερικά που ζωντάνευαν με ένα κούρδισμα, όπως κοτούλες και λαγουδάκια τσίγκινα, μοτοσικλετιστές και αεροπλανάκια τούμπας. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα ημερολόγια τοίχου με τα ποιήματα και οι καζαμίες. Και οι φούσκες‒ πολλές, μεγάλες και χρωματιστές φούσκες.
Στολισμένες βιτρίνες, κόσμος γελαστός, που πηγαινοέρχονταν με τα καλά τους ρούχα. Οι λαχειοπώλες έταζαν μια καλύτερη ζωή, κάτω από το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το στολισμένο με λαμπιόνια και με ένα μεγάλο φωτεινό αστέρι στην κορυφή. Στημένο στη μέση της πλατείας Γεωργίου, τη διακοσμούσε, αλλά χρησίμευε και σαν φόντο στους πλανόδιους φωτογράφους. Την καλύτερη θέση έπιανε ο Ευσταθίου του «ΦΩΤΟ ΣΟΥΒΕΝΙΡ» που είχε το φωτογραφείο του στην Μαιζώνος, στο πάνω μέρος της πλατείας Όλγας.
Ανήμερα Πρωτοχρονιά έπρεπε ο πιο γουρλής της οικογένειας να κάνει ποδαρικό στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της ημέρας έκανε ποδαρικό ο ένας στον άλλον, αλλά μόνο του πρώτου έπιανε, γι’ αυτό προσέχαμε να ανοίγουμε μόνο σε γουρλήδες και να αποφεύγουμε τους γρουσούζηδες. Έτσι κι εγώ τώρα, νωρίς το πρωί της Πρωτοχρονιάς, έπρεπε να αφήσω το φορτηγάκι μου και να ντυθώ, μια και η μάνα μου ετοίμαζε τηγανίτες με μέλι και κανέλλα, κι έπρεπε να κατεβάσω το πρώτο πιάτο στο ισόγειο, στο μαγαζί του Στέφανου, «για το καλό». Με περίμενε να του κάνω ποδαρικό για να είναι τυχερή η χρονιά στο μαγαζί, καθώς με θεωρούσε γουρλή.
Για τον ίδιο λόγο με είχε πάρει μαζί του το πρωί της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στην πλατεία Γεωργίου, για να διαλέξω το Λαχείο Συντακτών· αυτό που υποσχόταν την ευτυχία, μαζί με διαμέρισμα, αυτοκίνητο και χρήματα, σύμφωνα με την αφίσα της διαφήμισης, που έκανε πολλούς να ονειρεύονται να ξυπνήσουν με όλα αυτά ανήμερα την Πρωτοχρονιά. Γράφανε οι εφημερίδες διάφορες ιστορίες φτωχών ανθρώπων που έκαναν την τύχη τους: «Η πάμπτωχη κυρα-Λεμονιά από τη Μαρούδα των Πατρών κέρδισε μια πολυκατοικία στην Κυψέλη και 10 αστυνομικοί κερδίζουν 1 δισεκατομμύριο. Κάθε χρόνο πολλές δεκάδες σπίτια και αυτοκίνητα περνούσαν στα χέρια βιοπαλαιστών, κομμωτριών, μπακαλόπαιδων, φτωχών παπάδων, ιδιωτικών υπαλλήλων, φοιτητών, συνταξιούχων, εργατών με πολυμελείς οικογένειες, ακόμη και στον… σοφέρ της βασιλίσσης».
Είναι η πρώτη μέρα μιας νέας χρονιάς, πολλά υποσχόμενης. Στον Νεολόγο της 1ης Ιανουαρίου 1959 η ΜΙΣΚΟ προβάλλει τη διαφήμιση με τον Ακάκιο καβάλα στο γαϊδουράκι και εύχεται κάθε ευτυχία για τον καινούργιο χρόνο.
Η πρότυπος παιδιατρική κλινική Ο Άγιος Στυλιανός έχει κεντρική καταχώρηση που ανακοινώνει ότι «διαθέτει θερμοκοιτίδες τελευταίου τύπου». «Το Εμποροραφείον του Χρήστου Κουτρουμάνου εύχεται εις την αξιότιμον πελατείαν του Αίσιον και ευτυχές το νέον έτος 1959». Και το κατάστημα υφασμάτων Νασαχών (έναντι του κινηματογράφου ΠΑΛΛΑΣ) αναγγέλλει «γενικό ξεπούλημα εις τιμάς εξευτελιστικάς». Οι κινηματογράφοι διαφημίζουν τις πρώτες προβολές, εύχονται στους πελάτες τους για το νέον έτος και η τράπεζα Εμπορικής Πίστεως αναγγέλλει ότι «εκτελεί πάσας τας τραπεζιτικάς εργασίας».
Το λιμάνι φιλοξενεί πλοία γενικού φορτίου που έχουν φέρει βακαλάο Ισλανδίας, ξυλεία και λιπάσματα. Γλεντάνε τα πληρώματά στα καπηλειά της παραλίας. Γλεντάνε και οι Πατρινοί στο Τζάκι με την άφθαστη ορχήστρα των Βαφειάδη-Παπαγιαννάκη και η Ελληνική Περιηγητική Λέσχη οργανώνει χορευτική βραδιά με τον Μιχάλη Αρχοντίδη. Οι μουσικοί της Δημοτικής Μπάντας στελεχώνουν τις ορχήστρες των διάσπαρτων κέντρων διασκέδασης. Και οι θαμώνες ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή, παρά τα όσα δυσάρεστα γράφουν οι εφημερίδες για τις διεθνείς εξελίξεις. Κάποιοι από αυτούς θα φύγουν με τα υπερωκεάνεια για τις μακρινές πατρίδες, την Αμερική και την Αυστραλία.
Οι πατεράδες, τα αδέλφια που έμεναν πίσω έσβηναν τον πόνο τους με ένα καραφάκι ούζο και την φωνή του Καζαντζίδη που τους παρηγορεί.
Σε ηλικία πέντε ετών το παιχνίδι μου ήταν στο ουζερί του Στέφανου που ήταν κάτω από το σπίτι μας στην Γούναρη. Όταν έρχονταν οι πελάτες, αναλάμβανα το ράδιο-πικάπ, όπου σύμφωνα με τις παραγγελίες έβαζα τα 45άρια και το πρόγραμμα ξεκίναγε με την εντολή «βάλε μια πλάκα, μικρέ». Το μαγαζί είχε στους τοίχους διαφημιστικές αφισέτες των δισκογραφικών εταιρειών ΜΙΝΩΣ και COLUMBIA με τα καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής: Στέλιος Καζαντζίδης – Μαρινέλα, Πάνος Γαβαλάς – Ρία Κούρτη, Βασίλης Τσιτσάνης – Μαρίκα Νίνου, Γιώργος Μητσάκης – Άννα Χρυσάφη, Σπύρος και Ζωή Ζαγοραίου. Στη μέση του μαγαζιού ήταν η φωτογραφία της λατρεμένης λαϊκής τραγουδίστριας των Πατρινών, της Πόλυ Πάνου, σε αφίσα με τον Γιάννη Καραμπεσίνη.
Τα αγαπημένα τραγούδια των θαμώνων ήταν τα: «Ένα σφάλμα έκανα», «Φεγγάρι χλωμό», «Γεια σου τσολιά μου», «Σε τούτο το στενό», «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω». Όπως επίσης: «Αυτή η νύχτα μένει», «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ», «Είσαι η ζωή μου», και σε μόνιμη βάση το «Βαρέθηκα τέτοια ζωή» με τον αγαπημένο τους Καζαντζίδη.
Αυτά τα τραγούδια ήταν σε ζήτηση, αφού είχαν πιει τα καραφάκια και τις μπίρες τους. Νωρίς, οι παραγγελίες ήταν για το «Περασμένες μου αγάπες» με τη Μαίρη Λίντα, «Τα παιδιά του Πειραιά» και «Η άμαξα μες στη βροχή». Τέλος, τρεις και τέσσερις φορές κάθε βράδυ ‒ανάλογα με τις παραγγελίες‒ θα έβαζα το ινδικής προελεύσεως τραγούδι «Καρδιά μου καημένη πώς βαστάς και δεν ραγίζεις/ στον ψεύτη ντουνιά τόση απονιά που αντικρίζεις» με την αξεπέραστη φωνή της Βούλας Πάλλα. Τραγούδια σαν κι αυτό ήταν επηρεασμένα από τις ταινίες του ινδικού κινηματογράφου, που προβάλλονταν και στις αίθουσες της Πάτρας. Μια τέτοια ταινία είδα, όταν πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου σε κινηματογράφο, στο ΠΑΛΛΑΣ, στη γωνία Γούναρη και Αγίου Γεωργίου. Η ταινία ήταν η «Γη ποτισμένη με ιδρώτα» με πρωταγωνίστρια τη Ναργκίς.
Ο Κούστας Αθανάσιος είναι Διευθυντής Αχαϊκής Επιμελητηριακής Ανάπτυξης
Διαβάστε στο πατρινό περιοδικό “πατρινόραμα-plus” που κυκλοφορεί