Ο Γ.Γ. ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡIΟΥ ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΙ:
Η καθημαγμένη Ελληνική οικονομία, αν και παραμένει σε εποπτεία, υπήρχε η προσδοκία ότι θα ακολουθούσε αναπτυξιακή τροχιά. Τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι. Μπορεί για κάποιους η πανδημία και ο πόλεμος να αποτελούν βολικές δικαιολογίες για όλα, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Η Ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν ήδη από υφεσιακά χαρακτηριστικά πριν την έλευση της πανδημίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2020 (δηλαδή πριν έρθει η πανδημία) μειώθηκε κατά 0,9% σε σχέση με το ΑΕΠ του 2019. Από εκεί και πέρα η πανδημία οδήγησε σε ύφεση την Ελληνική οικονομία μέσα στο 2020, το ποσοστό της οποίας δεν αναπληρώθηκε από το φυσικό επακόλουθο της ανάπτυξης του 2021 που οφείλεται στην άρση όλων των περιορισμών στην οικονομία.
Η κυβέρνηση προέβλεπε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και το 2022, της τάξης του 4,9% αλλά όλα αυτά πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι επιπτώσεις του πολέμου θα είναι ορατές σε όλη την ευρωπαϊκή οικονομία. Το υψηλό κόστος δανεισμού, ο πληθωρισμός και ο περιορισμός των επενδύσεων αναμένεται ότι θα “ψαλιδίσουν’’ την ανάπτυξη. Η ενεργειακή κρίση αυξάνει το κόστος στην οικονομία, κάτι που ανατροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Για μια ευάλωτη οικονομία, όπως είναι η ελληνική, τα μηνύματα δεν είναι ευοίωνα.
Ήδη οι προβλέψεις της κυβέρνησης για τους ρυθμούς ανάπτυξης τείνουν να διαψευστούν. Μαζί με άλλες προβλέψεις του προϋπολογισμού όπως η πρόβλεψη για πληθωρισμό της τάξης του 1%, όταν ο πληθωρισμός μόνο το Φεβρουάριο κινείται πάνω από το 7%. Παράλληλα, τον Ιανουάριο για πρώτη φορά εδώ και καιρό, παρατηρήθηκε μείωση των ιδιωτικών τραπεζικών καταθέσεων κατά 2,2 δις ευρώ αλλά και μείωση των τραπεζικών καταθέσεων των επιχειρήσεων κατά 1,7 δις ευρώ.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε το τεράστιο ιδιωτικό χρέος που ξεπερνά τα 240 δις ευρώ, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι η κοινωνική και οικονομική σταθερότητα υπονομεύονται από σειρά παραγόντων αλλά και από τη συγκυρία.
Σε όλο αυτό το σκηνικό, δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μια παθητική στάση. Η ακρίβεια δεν είναι απότοκο του πολέμου, υπάρχει και γίνεται ορατή στους πολίτες εδώ και 6 μήνες. Δυστυχώς όμως η κυβέρνηση είτε θεωρούσε παροδικό το φαινόμενο είτε περίμενε να αυτορυθμιστεί η αγορά και να συγκρατηθούν οι τιμές. Με τον ίδιο παθητικό τρόπο αντιμετώπισε και το ζήτημα της αύξησης του ενεργειακού κόστους, αφού τα μέτρα που ανακοίνωσε για την επιδότηση της κατανάλωσης ήταν απλώς “ασπιρίνες’’.
Αυτή τη στιγμή θα πρέπει να δούμε την αλήθεια και την πραγματικότητα. Και η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι ότι η ακρίβεια σε βασικά είδη και υπηρεσίες διαβίωσης στην Ελλάδα, προσλαμβάνει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις αφού:
•Η Ελλάδα έχει το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη, αφού η μέση μηνιαία τιμή στη χώρα μας τον Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στα 213,43 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
•Η Ελλάδα έχει την τέταρτη ακριβότερη τιμή βενζίνης στην Ευρώπη και την όγδοη ακριβότερη στον κόσμο, λόγω της υψηλής φορολόγησης.
•Η Ελλάδα έχει υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής, όπως το ψωμί ή το γάλα με 13% ενώ, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ο ΦΠΑ κυμαίνεται μεταξύ 4 έως 7% ενώ κάποιες από αυτές τις χώρες προχωρούν ήδη σε μειώσεις. Η κυβέρνηση οφείλει επιτέλους να δει την αλήθεια και την πραγματικότητα που βιώνουν όλοι οι Έλληνες πολίτες. Να αντιληφθεί ότι η ακρίβεια υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και σταθερότητα. Σε συνδυασμό με παράγοντες όπως το ενεργειακό κόστος και το υπέρογκο ιδιωτικό χρέος, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα δυσμενές περιβάλλον. Άνθρωποι και νοικοκυριά ωθούνται στο περιθώριο, επιχειρήσεις σε κλείσιμο, θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά οφειλών είτε προς το δημόσιο είτε προς τον ιδιωτικό τομέα.
Άμεσα θα πρέπει:
•Να επιταχυνθούν οι ρυθμοί της ενεργειακής μετάβασης αλλά και να δοθεί σε μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά η δυνατότητα ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για να καλύπτουν τις ενεργειακές τους ανάγκες.
•Να τεθεί πλαφόν στη ρήτρα αναπροσαρμογής στους λογαριασμούς κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος.
•Να μειωθεί ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στα καύσιμα, μέχρι να εξομαλυνθεί η κατάσταση.
•Να προχωρήσουμε άμεσα σε μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής και διαβίωσης.
•Να διαμορφωθεί ένα ολιστικό σχέδιο για την ενεργειακή και διατροφική αυτονομία της χώρας.
Στον αντίλογο όλων αυτών, υπάρχουν κάποιοι που αντιτείνουν τους κανόνες του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας που υπάρχουν στην Ε.Ε και δεσμεύουν τη χώρα μας όπως και όλες τις άλλες χώρες-μέλη.
Με τη διαφορά ότι οι κανόνες αυτοί, μετά την πανδημία και τον πόλεμο έχουν ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα.
Οι αμυντικές δαπάνες κάθε Ευρωπαϊκής χώρας αλλά και οι δαπάνες που διενεργούνται για να αμβλυνθεί το ενεργειακό κόστος σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν μπορεί να προσμετρώνται στο έλλειμμα κάθε χώρας και να επιβάλουν περιοριστικές πολιτικές εν μέσω κρίσης. Η Ελλάδα, έχοντας να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα σοβαρά προβλήματα που αναλύσαμε προηγουμένως, πρέπει να συμμετέχει σε αυτή τη συζήτηση που ήδη έχει ανοίξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να μην μένει σιωπηλή και στη γωνία περιμένοντας άλλους να αποφασίσουν.
WHO IS WHO
Ο Κώστας Παπαδημητρίου είναι οικονομολόγος -στατιστικός με μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις. Από το 2017 έως σήμερα είναι Γενικός Γραμματέας του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.