ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΤΟ «Π» ΤΟΥ 91ΧΡΟΝΟΥ ΕΠΙΖΩΝΤΟΣ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ Γ. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
Συνέντευξη στον Παναγιώτη Ρηγόπουλο
Μια συγκλονιστική αποκάλυψη που γίνεται για πρώτη φορά, κάνει μιλώντας στο «πατρινόραμα», ένας εκ των επιζώντων του Ολοκαυτώματος και των εγκλείστων του Σχολείου: Ο 91χρονος σήμερα κ. Γιώργος Δημόπουλος, με τρεμάμενη φωνή, πνιγμένη στη συγκίνηση και το δέος, εξιστορεί τα πραγματικά γεγονότα και μεταφέρει ατόφια τη φρίκη, όπως ακριβώς την βίωσε.
Παράλληλα όμως εξομολογείται, ότι κάποιοι από τους Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες που βρίσκονταν στα Καλάβρυτα και γνώριζαν για την προγραμματισμένη σφαγή της 13ης Δεκεμβρίου 1943, είχαν προειδοποιήσει μία μέρα νωρίτερα ορισμένους κατοίκους, για το τι θα επακολουθούσε την επομένη. Δυστυχώς όμως, οι Καλαβρυτινοί είτε δεν τους πίστεψαν, είτε δεν κατάλαβαν την δραματική προειδοποίηση και έτσι όχι μόνο δεν ειδοποίησαν τους συντοπίτες τους για τον επερχόμενο όλεθρο, αλλά ούτε και οι ίδιοι εγκατέλειψαν τα Καλάβρυτα, με αποτέλεσμα να εκτελεστούν!
Ο κ. Δημόπουλος, ήταν τότε μόλις 13 ετών και βρισκόταν με τα τρία αδέλφια και τη μητέρα του μέσα στο Σχολείο, την ίδια ώρα που χωρίς να το ξέρουν, ο πατέρας του δολοφονείτο από το εκτελεστικό απόσπασμα στον τόπο του μαρτυρίου…
«ΜΑΣ ΕΚΑΝΕ ΝΟΗΜΑΤΑ ΟΤΙ ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ…»
Η μαρτυρία του, για τα γεγονότα που προηγήθηκαν της σφαγής και συγκεκριμένα για την προηγούμενη της εκτέλεσης των Καλαβρυτινών (13/12/1943) είναι συγκλονιστική. Όπως αποκαλύπτει, υπήρξαν κάποιοι Γερμανοί, είτε αξιωματικοί είτε οπλίτες, που προσπάθησαν να ειδοποιήσουν ορισμένους κατοίκους ώστε να σωθούν. Όμως όπως φαίνεται, μάταια…
«Στις 12 Δεκεμβρίου, παραμονή της εκτέλεσης, παρατηρείτο μια ασυνήθιστη κίνηση στα Καλάβρυτα. Υπήρχε μία αναστάτωση και μία ένταση, μεταξύ των Γερμανών. Το απόγευμα λοιπόν της παραμονής, βγήκαν οι ημιονηγοί και οδηγώντας ο καθένας το μουλάρι του, αναζητούσε χορταποθήκες για να εξασφαλίσουν τροφή των ζώων. Αυτοί ξέρανε, ότι την επομένη θα γινόταν η εκτέλεση και θα έπρεπε αμέσως να φύγουν από τα Καλάβρυτα. Έτσι ήθελαν να έχουν την τροφή για τα ζώα έτοιμη.
Έτσι λοιπόν, ένας από αυτούς κατέφθασε στη γειτονιά μας, όπου ένας θείος μου είχε την χορταποθήκη για τα ζώα του. Με ρωτάει με νοήματα, σε ποιον ανήκει η αποθήκη, ώστε να έρθει να βοηθήσει να φορτώσει το χορτάρι ην τροφή των ζώων. Κατάλαβα τι ακριβώς ήθελε και φωνάζω τον αδελφό του πατέρα μου να έρθει. Φθάνει ο θείος μου και πήγαμε όλοι μαζί στην χορταποθήκη.
Εκεί ο ημιονηγός που ήταν μισομεθυσμένος, καθώς φορτώναμε το χορτάρι άρχισε να μας κάνει νοήματα, θέλοντας να μας προειδοποιήσει ότι αύριο θα γίνει κάποιο μεγάλο κακό! Θυμάμαι, σχημάτιζε με τα χέρια του ένα όπλο και παρήγαγε με το στόμα του τον κρότο του πυροβόλου, θέλοντας έτσι να μας πει ότι αύριο θα γίνει εκτέλεση!
Εμείς σαφώς δεν το πήραμε στα σοβαρά και δεν αντιδράσαμε. Όπως μάλιστα μάθαμε εκ των υστέρων, το ίδιο έκαναν και άλλοι μουλαράδες Γερμανοί και σε άλλους κατοίκους των Καλαβρύτων, όπου πήγαν να πάρουν χορτάρι για τα μουλάρια τους από τις αποθήκες τους!»
Όπως επισημαίνει ο κ. Δημόπουλος στο «Πατρινόραμα», δεν υπήρχε ο διαθέσιμος χρόνος, ώστε να το συζητήσουν με άλλους συντοπίτες τους και έτσι να αξιολογήσουν ανάλογα αυτή την προειδοποίηση:
«Σε λίγο άρχισε να βραδιάζει και δεν μπορούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας, ώστε να μιλήσουμε με άλλους κατοίκους για το γεγονός αυτό. Ούτε τηλέφωνα είχαμε, ώστε να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Σίγουρα, εάν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με άλλους και μας έλεγαν ότι και σε αυτούς έγιναν ανάλογες προειδοποιήσεις από άλλους Γερμανούς ημιονηγούς, τότε σίγουρα θα είχαμε αξιολογήσει διαφορετικά αυτή την προειδοποίηση…»
Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
Παράλληλα ο κ. Γιώργος Δημόπουλος, καταθέτει μια ακόμα μαρτυρία στο «Π» που είναι ακόμα πιο σημαντική: Όπως ισχυρίζεται, δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί ημιονηγοί που γνώριζαν για την επικείμενη σφαγή και προσπάθησαν να προειδοποιήσουν κάποιους κατοίκους. Ήταν και κάποιοι εκ των Γερμανών αξιωματικών που έπραξαν το ίδιο:
«Το ίδιο είπαν και κάποιοι ανώτεροι αξιωματικοί, δύο –τρεις, από αυτούς που διέμεναν σε κάποια σπίτια των Καλαβρύτων. Είχαν επιτάξει τα καλύτερα σπίτια και διέμεναν μαζί με τις οικογένειες, για όσες ημέρες παρέμειναν στα Καλάβρυτα. Αυτό έγινε συνολικά σε 5-6 σπίτια. Εκεί λοιπόν οι οικογένειες όχι από αγάπη για τους Γερμανούς, αλλά από φόβο, τους περιποιήθηκαν όσο μπορούσαν περισσότερο. Τους παραχώρησαν το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού τους, τους προσέφεραν από το λιγοστό φαγητό τους, ζεστασιά και γενικά τους προσέφεραν όλες τις διαθέσιμες ανέσεις.
Δυο –τρεις από αυτούς τους αξιωματικούς λοιπόν, από την παραμονή άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους από το δωμάτιό τους για να είναι έτοιμη για την αυριανή αναχώρηση. Είπαν λοιπόν στις οικογένειες που τους φιλοξενούσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, ότι αύριο κάτι κακό θα γίνει… Δεν ξέρανε αυτοί ελληνικά, ούτε εκείνοι Γερμανικά για να συνεννοηθούν κανονικά. Προσπάθησαν δηλαδή να τους προφυλάξουν, ώστε να σωθούν.
Και αυτό βέβαια ήταν πολύ ριψοκίνδυνο, για έναν αξιωματικό να μαρτυρήσει τέτοιο μυστικό. Καταλαβαίνετε τι θα είχαν να αντιμετωπίσουν εάν γινόταν γνωστό στους ανωτέρους τους.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΓΙΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ – Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΙΣΤΗΚΕ
Στο σημείο αυτό, ο κ. Δημόπουλος, αναφέρει μία συγκεκριμένη περίπτωση με οικογένεια των Καλαβρύτων, της οποίας ο πατέρας αν και αρχικά κρύφτηκε για να σωθεί, μετά την προειδοποίηση Γερμανού αξιωματικού, στη συνέχεια βγήκε από την κρυψώνα του, με αποτέλεσμα να βρει και αυτός το θάνατο από το εκτελεστικό απόσπασμα των κατακτητών:
«Στην οικογένεια Αγιανιτόπουλου, ο αξιωματικός που διέμενε εκεί έδωσε την ίδια πληροφορία. Προέτρεψε μάλιστα τον πατέρα να κρυφτεί στο πατάρι του σπιτιού του και να μην ακολουθήσει την υπόλοιπη οικογένεια στην συγκέντρωση που θα γινόταν την επόμενη ημέρα. Έτσι κι αλλιώς τα υπόλοιπα μέλη ήταν γυναικόπαιδα και δεν κινδύνευαν να εκτελεστούν.
Πράγματι λοιπόν, ο Αλέκος Αγιανιτόπουλος κρύφτηκε στο πατάρι, αλλά όταν έφυγε η οικογένειά του, προφανώς θα σκέφτηκε «τι θα κάνω εγώ μόνος μου εδώ, τώρα που έφυγε η οικογένειά μου;» Ίσως φοβόταν και για την τύχη της οικογένειά του…
Έτσι, αποφασίζει να βγει από την κρυψώνα του και να ακολουθήσει την οικογένειά του. Φεύγει λοιπόν από το σπίτι και πηγαίνει στο Δημοτικό Σχολείο όπου ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι άλλοι κάτοικοι, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να εκτελεστεί και αυτός!»
-Πιστεύετε, ότι εάν είχαν αντιληφθεί ή αξιολογήσει σωστά οι συγκεκριμένοι κάτοικοι και οι οικογένειές τους τις προειδοποιήσεις των Γερμανών, θα μπορούσαν να είχαν φύγει από τα Καλάβρυτα και να σωθούν;
«Δεν ήταν εύκολο, αλλά μπορούσαν. Κάποια σπίτια ήταν κάπως απομακρυσμένα, άλλα ήταν δίπλα σε βάτα, σε πυκνή βλάστηση. Θα μπορούσαν να είχαν ξεγλιστρήσει και να είχαν σωθεί. Αλλά κανείς δεν διανοήθηκε ότι θα επακολουθούσε αυτό το μακελειό. Άλλωστε είχαν πειστεί από τις εγγυήσεις που είχαν δώσει οι Γερμανοί με την έλευσή τους στα Καλάβρυτα, ότι δεν πρόκειται κανένας κάτοικος να πάθει κακό!»
-Θεωρείτε δηλαδή ότι κάποιοι Γερμανοί έτρεφαν ανθρώπινα αισθήματα και ήθελαν να προφυλάξουν τον κόσμο από την εκτέλεση;
«Εκτός από εκείνους τους ημιονηγούς, που ήταν ημι-μεθυσμένοι, οι αξιωματικοί ίσως συγκινήθηκαν από την περιποίηση των οικογενειών, στα σπίτια των οποίων διέμεναν. Δεν το είπαν για να το διαδώσουν και σε άλλους, Γιατί αυτοί ήσαν ζώα, δεν είχαν αισθήματα…. Δεν έδειχναν λύπηση αυτοί σε κανένα. Δεν ξέρω πώς υποχρεώθηκαν και το μαρτύρησαν… Η ουσία όμως είναι, ότι κανένας δυστυχώς δεν μπόρεσε να σωθεί…»
Όσο για το μύθο, ότι κάποιος Αυστριακός Ναζί άνοιξε την πόρτα του Δημοτικού Σχολείου και έσωσε τα γυναικόπαιδα, ο Γιώργος Δημόπουλος, είναι απόλυτος:
«Μου το λέτε και ανατριχιάζω! Έχω χίλιους τρόπους να αποκρούσω αυτόν τον ψευδέστατο ισχυρισμό! Τι χυδαιότητες είναι αυτές; Όσοι τα ισχυρίζονται αυτά, ασελγούν πάνω στα ιερά και όσιά μας! Μεγαλύτερη χυδαιότητα δεν έχω συναντήσει! Βλέπω μπροστά μου τώρα που σας μιλάω, όλες τις εικόνες της φρίκης. Τα έχω περασμένα όλα στο πετσί μου από τότε και θυμάμαι, κάθε δευτερόλεπτο που έζησα! Έχω τις εικόνες νωπές! Δεν δέχομαι, ούτε ένα γράμμα από αυτά που λέω να αμφισβητηθεί, γιατί εγώ τα έζησα! Και μάλιστα ήμουν 13 ετών και μπορούσα να αντιλαμβάνομαι πολύ καλά τι γινόταν…»