Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΙΕΡΡΗΣ ΣΤΟ “ΠΑΤΡΙΝΟΡΑΜΑ”: “«Τερατούργημα το Μουσείο της Ακροπόλεως!»

Ο  ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΙΕΡΡΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ «Π»

 

Συνέντευξη στον Παναγιώτη Ρηγόπουλο

Πολύς λόγος γίνεται για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Αθήνα και την επανένωσή τους με το περικαλλές μνημείο. Όμως είναι πράγματι το Μουσείο της Ακροπόλεως, ο ενδεδειγμένος χώρος για να τα υποδεχθεί και να αναδείξει;

Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Απόστολο Πιερρής, Διευθυντής του Κέντρου Μεγαρικών Μελετών του Δήμου Μεγαρέων και του Ινστιτούτου Φιλοσοφικών Ερευνών, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που βρίσκεται στη σκιά του Παρθενώνα, είναι ένα «τερατούργημα»!

Μιλώντας στο «Π» ο εμβριθής φιλόσοφος είναι απόλυτος: «Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης έπρεπε, διεκηρύχθη, να βλέπει την Ακρόπολη. Αλλά η Ακρόπολη θέλει να βλέπει το τερατούργημα; Δεν αρκούσε που το Νεοελληνικό σύστημα την βασανίζει με τον ανεκδιήγητο συρφετό της «σύγχρονης» Αθήνας;»

 

 

«ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΠΌ ΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΙΛΑΠΑ»

Και ειδικότερα ο κ. Πιερρής εξηγεί: «Το κτίριο είναι σφηνωμένο στον πολεοδομικό του περίγυρο, υποβαθμισμένον και αυτόν από την Νεοελληνική εκσυγχρονιστική λαίλαπα. Και όμως φαίνεται στριμωγμένο, – παρά τον όγκο του δεν μπορεί να επιβληθεί ως παρουσία στο οικιστικό του περιβάλλον. Ούτε καν να ενσωματωθεί. Μένει παράταιρη φανφάρα σε μια άσχημη οχλαγωγία, μια επιτήδευση μεγαλοστομίας από τον κακομοίρη, μια κακόγουστη ενδυματολογική πινελιά σε άσχημο σώμα. Αποτελεί αυτοστιγματισμό αρχοντοχωριατισμού, αλοίμονο σύμβολο της Ψωροκώσταινας.»

 

  • Ποιες δυνατότητες υπήρχαν κατά τη γνώμη σας, ώστε να δημιουργηθεί ένα Μουσείο, ταιριαστό με το μνημείο;

«Υπήρχαν δύο δυνατότητες: Η μια θα το συναδέλφωνε προς την κλασσική αρχαιότητα με έναν φωτισμένο νεοκλασσικισμό. Μιλώ φυσικά για το αποκαλυπτικό πνεύμα και όχι την μηχανιστική μίμηση του αρχαίου, την ελευθερία της αλήθειας του και όχι την δουλεία ενός τεχνητού, εγκεφαλικού, μηρυκαστικού μοντέλου του. Βυθίζουν την Σαντορίνη γεμίζοντάς την με γελοίες ημικυλινδρικές στέγες που αποκαλούν παραδοσιακή οικοδομή, παραγνωρίζοντας ακόμη και το ότι αυτό το σχήμα φαινόταν στο εσωτερικό ταβάνι, όχι στην εξωτερική οροφή. Αφήνω κατά μέρος τις αναλογίες των διαστάσεων, τις τομές των επιφανειών, τις αρμονίες των όγκων. Φευ της νοσηράς ασχήμιας.

Η άλλη θεμιτή περίπτωση θα ήταν να οικειωθεί το κτίσμα την γνήσια εντόπια παραδοσιακή λαϊκή αρχιτεκτονική που έρχεται σε μια συνέχεια από την αρχαία εποχή, στην Ρωμαϊκή, την Βυζαντινή και Οθωμανική περίοδο, – σε σπίτια, αρχοντικά, πύργους και μοναστήρια. Η Δωρική αρχή και ιδέα ζούσε στην παλαιά Πελοποννησιακή οικοδομή, όπως και η Ιωνική αντίληψη στην Μικρασιατική. Έχουμε τις γκραβούρες των δυτικών περιηγητών για να δούμε ότι πιο πολύ ταίριαζαν τα προεπαναστατικά κτίσματα με τα μάρμαρα και τα μνημεία μέσα στην Ακρόπολη.»

 

 «ΑΣΠΟΝΔΥΛΟ, ΑΧΡΩΜΟ ΚΑΙ ΑΜΟΡΦΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΑ»

 

-Κατά τη γνώμη σας, το νέο Μουσείο, από ποια πλευρά θα «έδενε» αρμονικά με την Ακρόπολη;

«Από την μεριά της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ή μέσω της Πλάκας. Ας βρισκόταν ένας άξιος αρχιτέκτων να συγκεράσει τις δύο προοπτικές. Ή ένας σπουδαίος να τις συνεχίσει. Πάντως κανένας σοβαρός δεν θα διενοείτο να φτιάξει κάτι που θα μπορούσε να ήταν απανταχού της γης, τόσο ασπόνδυλο και άχρωμο και άμορφο κατασκεύασμα κατάλληλο δια πάσαν χρήση.

Χρειαζόταν αντιθέτως ο απολύτως ιδιαίτερος οίκος που θα ήταν ο μοναδικός κατάλληλος να περιθάλψει τα κατάλοιπα του χρόνου από το Θαύμα των αιώνων. Το Μουσείο της Αττικής πλαστικής Μούσας.

Αταίριαστο λοιπόν το κτίριο προς το περιβάλλον και προς τα περιεχόμενα. Αντί του οικείου και ομόπνοου προς την Ακρόπολη και την παράδοση επιβλήθηκε το ξένο και παράταιρο. Αλλοτρίωση είναι το όνομα της Νεοελληνικής συμφοράς. Και συνεπακόλουθος συμπλεγματισμός της αποτυχίας.

Όντας αποτυχημένο το κτίσμα πνίγεται μέσα στην γειτονιά του. Τα κατάφερε να ακυρωθεί όχι μόνο από την Ακρόπολη, την οποία τόλμησε να σηκώσει τα θρασυβέβηλα μάτια του να κοιτάξει (ένας κακάσχημος Ακταίων την Παρθένο), όχι απλά να παραμερισθεί από τον Νεοκλασσικό και παραδοσιακό περίγυρο, αλλά καταπόθηκε και από το Κουκάκι!

Διότι πέραν της ασυμβατότητας προς την Ακρόπολη, προς αυτό του οποίου προορίζεται να είναι θεματοφύλαξ και κιβωτός, επέκεινα της αντίπραξης προς την αρχιτεκτονική ιστορία του τόπου και της πολιτισμικής παράδοσής του, και χωρίς την αφόρητη κοινοτυπία του κακέκτυπου και αντιγραφικού «μοντερνισμού» του, το άμουσο Μουσείο είναι καθ’ εαυτό αντιαισθητικό.»

 

 

 «ΦΑΝΦΑΡΟΝΙΚΗ ΕΠΙΔΕΙΞΗ Α-ΝΟΗΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ»

 

-Πώς κρίνετε την ανάδειξη των εκθεμάτων στο εσωτερικό του Μουσείου;

 

«Η περιθωριοποίηση των έργων, ωσεί εκτινασσόμενων στους πλευρικούς τοίχους από την γιγάντια άνοδο της μακράς ανηφορικής διαδρομής και της εσωτερικής σκάλας, ωχριά εντούτοις, (παρά την ανάλγητη υποκείμενη μωροφιλοδοξία να κάνεις το Μουσείο «μεγαλύτερο» από τα εκθέματά του), ενώπιον του ειδ-εχθούς ανοσιουργήματος που διαδραματίζεται στην τερατώδη αίθουσα με τις Κόρες και τα άλλα πώρινα και μαρμάρινα γλυπτά των αρχαϊκών χρόνων.

Σε μια φανφαρόνικη επίδειξη  α-νόητου μεγέθους, η οροφή απομακρύνεται στα (δυσθεώρητα για την αίσθηση και την αισθητική) ύψη, και εν μέσω δάσους από κολοσσιαίες κακάσχημες κολώνες, μικραίνουν οπτικά και εξαφανίζονται αισθητικά τα θαύματα της προκλασσικής Αττικής τέχνης.

Η αξονικότητα των αγαλμάτων χρειάζεται μικρό σχετικά χώρο, εν είδει μυχού, για να αναδειχθεί, προβαλλόμενη προς  βέλτιστο αποτέλεσμα πάνω στην επιπεδότητα ενός απλού τοίχου ορθούμενου ακριβώς από πίσω, – όπως γίνεται με τον Ερμή του Πραξιτέλη στο νέο Μουσείο της Ολυμπίας, ή με τον Κούρο στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης. Αποτελεί παράνοια, ή μάλλον φρενοβλαβή Άτη, η διασπορά αγαλμάτων μεταξύ πλέγματος κιόνων, και μάλιστα κιόνων πολλών, τεράστιων και κακόφορμων. Αρκεί εντός Αθηνών να αντιπαραβάλλουμε την σεμνή φρονιμάδα του Αρχαιολογικού προς την προκλητική προπέτεια του Μουσείου της Ακρόπολης, για να καταλάβουμε καθαρά πόσο το ταιριαστό σαν αρχή αναδεικνύει την ουσία και αξία των εκθεμάτων, και πόσο το αταίριαστο καθόλα την υποβαθμίζει και εξουδετερώνει.

Ανάλογη προς την σωστή προβολή επί απλού τοίχου ήταν και η τοποθέτηση των λατρευτικών ή άλλων αγαλμάτων σε κλειστούς χώρους κατά την αρχαιότητα, οπότε αυθεντική και μουσειακή θέση συμπίπτουν επί της αρχής. (Την ίδια κατεύθυνση έδειχνε και η ύστερη χρήση κογχών για το στήσιμο αναθημάτων).

Η υπαίθρια έκθεση αφιερωμάτων είχε διαφορετική λειτουργία, την αξονική (δι)έγερση και επιβολή του αγάλματος δια της τελειότητάς του (και όχι δια του ύψους του, εξαιρουμένων των πρωτοαρχαϊκών Κολοσσών) στον ανοικτό χώρο. Εκεί, στα ιερά, ο υπαίθριος χώρος εστιαζόταν στην αγαλλίαση που εξέπεμπε το άγαλμα, βοηθούμενο χωροθετικά στην κατακορυφότητά του από το (υψηλό συχνά) βάθρο του, ώστε παρακείμενες σειρές, στην σωστή απόσταση, κιόνων να δρουν αυξητικά και όχι μειωτικά στην αξονική του ένταση. Κανένας δε υψηλός εσωτερικός χώρος (ούτε αντιαισθητικά αχανής) δεν μπορεί να μιμηθεί το ελεύθερο στήσιμο σε ανοικτό χώρο. (Το βίωμα του κόσμου ως Σπηλαίου με τον Ουρανό θόλο, δεν χαρακτηρίζει την κλασσική αρχαιότητα, σε αντίθεση προς την εμμονή του στην επόμενη πρώτη μετά Χριστόν χιλιετία, κατά Spengler).»

 

 

Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΟΡΕΣ

«Και η οιστρήλατος μανία της αρνητικά και ψευδεπίγραφα καινοτόμου πολιτισμικής όντως καινοφ(α)ονίας, τριτώνει το μέγα κακό. Όσο αχανής παρουσιάζεται η αίθουσα με τις Κόρες, τόσο στενόχωρος φαντάζει ο χώρος για τα γλυπτά του Παρθενώνα, – ακριβώς το αντίθετο του ενδεδειγμένου.

Η αισθητική αξία των πλαστικών αριστουργημάτων, αγαλμάτων, και συνθέσεων, στα αετώματα, μετόπες και ζωφόρο, αναδεικνύεται άριστα για μελέτη και θεώρηση σε μια πολύ μεγάλη και υψηλή αίθουσα με τα έργα τοποθετημένα στην σειρά μπροστά από τους τέσσερις τοίχους.

Το μέγεθος χρειάζεται για να παρέχεται η δυνατότητα διαδοχικής μεταβολής οπτικής απόστασης και γωνίας θεάσεως του παρατηρητή ατομικών έργων και ομάδων, από πολύ κοντά για τις λεπτομέρειες της καλλιτεχνικής δημιουργίας μέχρι αρκούντως μακριά για την αποτίμηση του ολιστικού αποτελέσματος κατά μεγάλα μέρη, είδη και σύνολα. Το ύψος απαιτείται για να τοποθετηθούν οι μεγαλόσχημες συνθέσεις των αετωμάτων ανεβασμένες σχετικά ως προς το επίπεδο όρασης του παρατηρητή, ώστε να επιτυγχάνεται μια αίσθηση της εκ των κάτω θεωρήσεώς των χωρίς να χάνεται η ουσιώδης προϋπόθεση της ακριβούς παρακολούθησης γραμμών, επιφανειών και όγκων στην αποτέλεση του μορφολογικού ολοκληρώματος στα καθέκαστα αγάλματα και στις ομαδοποιήσεις των. (Μετόπες και ζωφόρος, καλύτερα να βλέπονται προσεχέσερα). Το μεγάλο ύψος επίσης συνεισφέρει και στην προσομοίωση εξωτερικών συνθηκών θέασης με την δημιουργία άπλετου και διάχυτου φωτός από πολλαπλά υάλινα φατνώματα και παράθυρα οροφής ή/και πλούσιο ακατεύθυντο εσωτερικό φωτισμό αφ’ υψηλού.

Αυτές οι μουσειακές αρχές και αυτή η λογική και πρακτική ίσχυσε με παραλλαγές στην παρουσίαση του γλυπτού διακόσμου του ναού του Διός στην Ολυμπία (παλαιό Γερμανικό και νέο Μουσείο) και στην έκθεση των γλυπτών του Παρθενώνα στο British Museum. (Οι «Αιγινήτες» στην Glyptothek του Μονάχου, ανεδεικνύοντο καλύτερα στην παλαιά (προ του 1939) τοποθέτηση των δύο αετωμάτων σε αντικρινούς τοίχους μεγάλης αίθουσας, παρά στην καινούρια τους εμφάνιση σε διαφορετικές διαδοχικές αίθουσες).»

 

 

 

«Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΟ BRITISH MUSEUM ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΗ»

 

-Μπορείτε να μας κάνετε μια σύγκριση της διάταξης των εκθεμάτων του Μουσείου της Ακροπόλεως, σε σχέση με άλλα Μουσεία;

«Η διάταξη στο British Museum είναι η ενδεδειγμένη (η ίδια αρχή ισχύει και στο Μουσείο της Ολυμπίας για την αντίστοιχη περίπτωση των γλυπτών του ναού του Διός). Αντίθετα, η ρύθμιση στο Μουσείο της Ακρόπολης είναι ολέθρια για το αισθητικό αποτέλεσμα. Αρκεί η αντιπαράθεση άλλωστε των δύο αιθουσών, και σε φωτογραφίες ακόμη, καθώς για καλλιτεχνικά έργα είναι και θέμα καλαισθησίας. Η σύγκριση είναι εξουθενωτική. Τα θαύματα του Παρθενώνα στο εντόπιο Μουσείο τους θυμίζουν αντικείμενα βιομηχανικού design και χρήσης ταξινομημένα σε ικριώματα και εκθετήρια ενός warehouse σε σειρές την μια ασυνάρτητα πίσω, πάνω και κάτω από την άλλη.

Δεν είναι λοιπόν φυσικά το νόημα του Μουσείου να εκτεθούν οι ενότητες του γλυπτικού διακόσμου, ζωφόρος, μετόπες, αετώματα,  «τοποθετημένα ακριβώς (! σε ικριώματα και πάγκους πολυκαταστημάτων! Και δέστε τα αετωματικά…) στις θέσεις όπου βρίσκονταν τα γλυπτά στο μνημείο και στην ίδια διάταξη με τον Παρθενώνα».

Αλλά εκτός της α-νοησίας του το επιχείρημα είναι και ψευδεπίγραφο, – είτε αυταπατικό είτε προσχηματικό, πάντως μάταιο. Διότι για να αποκαταστήσουμε πραγματολογικά την ίδια εντύπωση με την βιούμενη τότε, θα πρέπει να κτίσουμε τον Παρθενώνα, να βάλουμε τα γλυπτά στην θέση τους επ’ αυτού, και μετά (πώς όχι;) να εντάξουμε τον ναό στο οικοδομικό και πλαστικό πλάνο της Ακρόπολης, να επαναφέρουμε με την μηχανή του χρόνου, την Αθήνα στο απόγειο της δόξας της, και εκεί να δούμε μια τραγωδία του Σοφοκλή, να μετάσχουμε σε μια θυελλώδη σύγκρουση στην Εκκλησία του Δήμου όπου η ρητορική γίνεται τέχνη για θέματα ύψιστης σημασίας της πόλης αφορώντα στην ευδαιμονία μας των πολιτών, και όχι να παρακολουθούμε κοινότυπες κοκορομαχίες για βιασμό σε κανόνες (πούνε τη η ευλογημένη η διαμάχη ουσίας;), να πάμε σε αρχαιοελληνικό γυμνάσιο για να γυμναστούμε και να συζητήσουμε την αλήθεια εμπνεόμενοι από το κάλλος, να ζήσουμε ένα Αττικό συμπόσιο, να ερωτευθούμε Ελληνικά και να πιστέψουμε στους Ολύμπιους, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα. Χωρίς αυτά δεν θα έχουμε την ίδια εντύπωση όσα μηχανιστικά μοντέλα προσομοίωσης (λανθασμένα και αυτά) κι αν κάνουμε.

Το επιχείρημα «να τα δούμε όπως ήτανε» είναι τόσο ηλίθιο έτσι όπως εφαρμόζεται (από τους υποστηρικτές του νεωτερισμού που υποκριτικά επικαλούνται την γνησιότητα) – ώστε να καταντά ύποπτο…»

 

«Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΣΧΗΜΟΣ ΔΙΑΤΡΗΤΟΣ ΟΓΚΟΛΙΘΟΣ»

-Πως θα χαρακτηρίζατε και γιατί, την εξωτερική όψη του Μουσείου της Ακροπόλεως;

«Η εξωτερική όψη του Μουσείου είναι ένας άσχημος διάτρητος γιγαντιαίος ογκόλιθος. Η μάζα του τερατώνεται από την ασυμμετρία των διαστάσεών του, και μάτην κατατρυπιέται για να ελαφρύνει. Τα μέρη και υπομέρη μεταξύ τους και προς τις υποολότητες και το όλον, («ανοίγματα» και κατακόρυφα επίπεδα μεταξύ τους και προς τις στρώσεις, αυτών μεταξύ τους πάλι και προς τις κάθετες γραμμώσεις, και όλων προς όλα και προς το όλον), βρίσκονται σε λάθος αναλογίες, αποπνέοντας μένος αντικλασσικό. (Συχνά, ιδίως στους δογματικούς ή παρατρεχάμενους μοντερνισμούς, το έχουν για εύκολη λύση πρωτοτυπίας να κάνει κανείς αυτό που ΔΕΝ θα έκανε ο κλασσικός). Στην εσωτερική δομή του χώρου ισχύει η ίδια τονισμένη, εξεζητημένη θαρρείς, ασυμμετρία των διαστάσεων, ανισορροπία των όγκων, δυσαρμονία των αναλογιών. Το κτίσμα φαντάζει εσκεμμένα αντικλασσικό.

Προσεπιπροσθέτως, κυριαρχούν τρεις απωθητικές διαρρυθμίσεις.

Και κατ’ αρχάς, το ψευδοφαραωνικό κλιμακοστάσιο με τον ανηφορικό διάδρομο αποτελεί τριπλό σφάλμα και προκαλεί τριπλή βλάβη.

Πρώτον το σύνθεμα είναι καθεαυτό υπερμέγεθες για το κτίριο, και συνεπώς αντιαισθητικό.

Δεύτερον, μνημειακά κλιμακοστάσια και οδοί αποτελούν πρόσβαση σε κτίσμα (π. χ. στην Ακρόπολη πριν και στα Προπύλαια, στο Ασκληπιείον της Κω), είναι εξωτερικά, γιατί γινόμενα μέσα σφάζουν το οικοδόμημα. Εδώ είναι τεράστια λαβωματιά.

Και τρίτον η φαεινή ανοησία να τοποθετηθούν εκθέματα στους τοίχους του διαδρόμου και της κλίμακας αντιστρατεύεται αυτήν καθ’ εαυτήν την μουσειακή λειτουργία: τα ευρήματα είναι το «τέλος» (ο σκοπός, το τέρμα) και όχι η οδός προς το «τέλος». Ιδίως το καθένα κλασσικό έργο τέχνης, ακόμη και το ευτελέστερο υλικά αγγείο, το όποιο θραύσμα, έχει μια αποφασιστική τελικότητα, κλείνει κάθε αναζήτηση και υπαρξιακή ανησυχία, γαληνεύει με το Σωτήριον της τελειότητάς του, ολοκληρώνει την ύπαρξη και ικανοποιεί την λαχτάρα της ψυχής για αιωνιότητα, αποτελεί φανέρωση του Απόλυτου. Χρειάζεται συνεπώς να βρίσκεται μουσειακά σε κατάληξη της διαδρομής, όχι στην κίνηση της μετάβασης. (Ο Keats συνέθεσε την Ode for a Grecian Urn για αυτήν την τελικότητα του Ελληνικού έργου τέχνης).

Γελοίος γιγαντισμός, και βαθειά πληγή στα σωθικά του κτίσματος, και εξευτελισμός των εκθεμάτων, – με ένα σμπάρο τρία τρυγόνια σκότωσε η μεταμοντέρνα «εξυπνάδα».

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ “ΠΑΤΡΙΝΟΡΑΜΑ” ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ