Ο ΚΑΤΑΞΙΩΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΖΕΛΑΤΗΣ ΣΤΟ «Π» : «Ευαγγέλιο των αγραμμάτων» η Βυζαντινή εικόνα

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ, ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

 

Του Παναγιώτη Ρηγόπουλου 

 

Καθώς ο χρωστήρας του εμποτίζει με δάκρυα ψυχής τις σεπτές μορφές του γεννηθέντος Χριστού, της Παναγίας και των σεβάσμιων  Μάγων, οι εικόνες του μοιάζουν να αναβλύζουν μία απόκοσμη δέηση προς τη σκέπη του ουρανού, προσεγγίζοντας το θεοδέγμον Σπήλαιο με ταπείνωση, όπως οι προσηνείς Ποιμένες της Βηθλεέμ. Όπως οι πιστοί λυγίζουν τα γόνατα της ψυχής και  του σώματος ενώπιον της σαρκωμένης Αγάπης του Κυρίου μας, έτσι και ο αγιογράφος Αθανάσιος Τζελάτης, γονατίζει ευλαβικά τον χρωστήρα του, μπροστά στο θαύμα της γεννήσεως του Θεανθρώπου. Αποδίδει με τη διήθηση των χρωμάτων του στο φως, όλο το μυστήριο του απερινόητου και άκτιστου Θεού, που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Ξεδιπλώνει με τον καμβά του την υπερβατική ένωση του κτιστού με το άκτιστο, την ανθρώπινη φύση που ενώθηκε με την θεία «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως».

Η τεχνοτροπία του εδράζεται στην Παλαιολόγεια και Βυζαντινή αγιογραφία, μέσα από το φίλτρο των  ελλαδικών σχολών. Εικόνες και τοιχογραφίες του περιαυγάζουν Ορθόδοξους Ιερούς Ναούς σε Αμερική, Αγγλία, Ρωσία, Καναδά,  Αυστραλία και σε χώρες της Αφρικής. Ενώ δεκάδες είναι οι συμμετοχές του σε εκθέσεις και αναρίθμητα τα β*ραβεία και οι τιμητικές διακρίσεις που έχει αποσπάσει.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΩΝ ΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

«Ευαγγέλιο των αγραμμάτων» ονομάζουν πολλοί την τέχνη της Βυζαντινής εικόνας, γιατί δεν είναι τόσο τέχνη της σπουδής, όσο η Τέχνη της καρδιάς. Έτσι ακόμα και ένας αγράμματος βλέποντας μια εικόνα, μπορεί να εισπράξει περισσότερα ερεθίσματα, ακόμα και από την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και πολλές εικόνες προέρχονται από τα απόκρυφα Ευαγγέλια».

Και ο Αθανάσιος Τζελάτης που μάλλον γεννήθηκε για να γίνει αγιογράφος, δεν χρειάστηκε να αφιερώσει πολλά χρόνια σπουδών στην αγιογραφία και τη ζωγραφική. Έχει παρακολουθήσει λίγα μαθήματα στην Αθήνα, αλλά και στην Πάτρα.Όμως από μικρός ζωγράφιζε και γέμιζε όλα τα βιβλία του στο σχολείο με  ζωγραφιές. Στα παιδικά του χρόνια αγάπησε τα κινούμενα σχέδια και το σκίτσο, ενώ το άρεσε να αποτυπώνει πρόσωπα.

Την επαγγελματική του ενασχόληση με την αγιογραφία την ξεκίνησε το 1970. Αυτό που τον συναρπάζει, είναι ότι η αγιογραφία είναι μια πολυδιάστατη Τέχνη, που εμπεριέχει το πνευματικό στοιχείο, αγγίζει θεολογικά ζητήματα και ξεπερνάει τη φωτογραφική υπόσταση της κλασικής τέχνης».

Η ΚΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα της Εκκλησίας μας, Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η εορτή των Χριστουγέννων είναι «η Μητρόπολις των εορτών», αφού χωρίς την Γέννηση, δεν θα είχαμε Θεοφάνεια, δεν θα είχαμε Μεταμόρφωση, Σταύρωση, Ανάσταση καί Ανάληψη.

Ο σπουδαίος αγιογράφος με το θεοδώρητο ταλέντο, έχει τον δικό του μοναδικό τρόπο να αποτυπώνει την Γέννηση, που είναι ουσιαστικά η κένωση του Θεού, το άδειασμα του Θεού, ο οποίος  ταπεινώνεται και προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση. Χωρίς την Γέννηση δεν θα είχαμε τη σωτηρία και τη λύτρωση εκ της αρχαίας αράς, της κατάρας δηλαδή από την παρακοή και την αποστασία των  πρωτοπλάστων, δεν θα είχαμε τη θέωση.

ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ ΣΤΗΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Όπως εξηγεί ο Αθανάσιος Τζελάτης:

«Η αγιογραφία είναι ένα απόσταγμα της προσφοράς της Εκκλησίας μέσα στους αιώνες. Η αγιογραφία και η βυζαντινή τέχνη είναι η εμπειρία της Εκκλησίας ανά τους αιώνες. Την παλαιοχριστιανική εποχή, συντελείται  το πέρασμα από το μάρμαρο στα ημιανάγλυφα και αμέσως μετά μπαίνουμε στη μαγεία της αγιογραφίας, που εκδηλώνεται με τη μορφή της τοιχογραφίας. Ακολουθεί η απόδοσή της στο ξύλο, ενώ τα νεκρικά πορτρέτα του Φαγιούμ, που βρέθηκαν στην ομώνυμη έρημο, είναι ένας πρόδρομος της βυζαντινής τέχνης.Ακολούθησαν κάποιες πρώτες μορφές εικόνας στο Σινά: του Χριστού, του Αποστόλου Πέτρου και κάποιες άλλες. Ακολουθεί η τοιχογραφία, που αποτελεί πραγματική έκρηξη στην αγιογραφία και φτάνουμε στην Παλαιολόγεια Αναγέννηση (11ο -13ο αιώνα), τη Μακεδονική Σχολή (14ο αιώνα) που είναι η τέχνη του παλατιού και σ’ αυτή συναντάμε πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τέχνης και την Κρητική Σχολή (16ο αιώνα) η οποία γεννήθηκε μέσα στα μοναστήρια, γι’ αυτό και οι μορφές είναι πιο ασκητικές, πιο λιτές. Αυτές είναι οι αντιπροσωπευτικότερες σχολές και ρεύματα στη βυζαντινή τέχνη, που καθόρισαν το μοτίβο, που ακολουθούμε μέχρι σήμερα.»

ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑ ΣΧΟΛΗ

Τον ίδιο τον θέλγει περισσότερο η Παλαιολόγεια σχολή, γιατί περιέχει  και τα δύο ρεύματα, χαρακτηρίζεται από μεγάλη χρωματική γκάμα και ελευθερία κινήσεων: «Το βασικό μοτίβο δε μπορούμε να το παρακάμψουμε, αν και υπάρχουν κάποια περιθώρια για παραλλαγές, όπως η αλλαγή κατεύθυνσης του σώματος ενός Αγίου. Σε κάθε περίπτωση όμως τα πρόσωπα πρέπει να είναι ίδια στα βασικά τους χαρακτηριστικά, με κάποιες ελάχιστες παραλλαγές. Να ακολουθούν την παράδοση.

Μάλιστα ο κ. Τζελάτης, φέρνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

“Οι επίσκοποι παλιά αποδίδονταν χωρίς μαλλιά, για να τιμήσουν το Χριστό, που είχε μακριά μαλλιά, όλοι οι επίσκοποι, οι παπάδες είχαν κοντά μαλλιά. Σε κάποιες άλλες κλασικές εικόνες επισκόπων και ιεραρχών, όμως, τα μαλλιά να αποδίδονται πιο μακριά. Επίσης, ξέρουμε ότι οι επίσκοποι και οι ιεράρχες ήταν ασκεπείς. Όμως σε κάποιες κλασικές εικόνες οι επίσκοποι παρουσιάζονται να φορούν μίτρα. Αυτό καθιερώθηκε από τους αγιογράφους όταν έπεσε η Πόλη και το έκαναν προς ανάμνηση των αυτοκρατόρων και για να κρατείται η παράδοση».

ΤΟ  «ΘΑΥΜΑ» ΤΗΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑΣ 

Προκειμένου να προσδώσουν στο θεατή και τον πιστό, την υποβλητικότητα και τον μετεωρισμό της Θείας υπόστασης, οι βυζαντινές εικόνες, ακολουθούν το δικό τους «εικαστικό νόμο» και μέτρο:

«Στην αποτύπωση ενός φυσικού ανθρώπου, το σώμα αντιστοιχεί σε 7 πρόσωπα, ενώ στη βυζαντινή τέχνη το σώμα αντιστοιχεί προς 9-10 πρόσωπα, ώστε να συνδέεται η μορφή με το επουράνιο. Αν προσέξετε τα μάτια των αγίων είναι μεγάλα, σα να βλέπουν πολλά, το ίδιο και τα αφτιά, που ακούνε πολλά. Απεναντίας όμως, το στόμα είναι μικρό, γιατί λέει λίγα. Για κάθε σημείο και στοιχεία μιας αγιογραφίας υπάρχει και εμπεριστατωμένη θεολογική εξήγηση. Όπως ο Εσταυρωμένος, που στη Βυζαντινή Τέχνη, τα χέρια Του δεν είναι ριγμένα προς τα κάτω, αλλά είναι στραμμένα προς τα πάνω. Ο Χριστός στη βυζαντινή τέχνη έχει τα χέρια του ψηλά, για να αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, αλλά και γιατί ανέρχεται στους ουρανούς, επικοινωνεί με το Θεό. Στη δυτική τέχνη το σώμα του Εσταυρωμένου είναι κρεμασμένο. Οι βυζαντινοί στο πάνω μέρος του Σταυρού γράφουν «Ο Βασιλεύς της δόξης», γιατί ανεβαίνοντας στο Σταυρό ο Χριστός δοξάζεται, ενώ οι δυτικοί αναγράφουν ΙΝΒΙ.

Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ

Η ασυμμετρία κάνει «θαύματα», ενώ το «άκτιστο φως» χαράζει σαν ουράνιο τόξο τα βλέμματα και τις καρδιές των πιστών:

«Ο φωτισμός στη δυτική τέχνη πέφτει από ένα μέρος. Είτε από δεξιά είτε από αριστερά και το άλλο μέρος είναι σκιερό. Αντίθετα, στη Βυζαντινή τεχνοτροπία, το φως, παρά το γεγονός ότι έρχεται από μια πλευρά, διοχετεύεται σ’ όλη την εικόνα. Αυτό είναι το “άκτιστο φως”. Έτσι αυτό που επιτυγχάνεται είναι η βυζαντινή εικόνα να φαίνεται ακόμη και μέσα στο σκοτάδι!Το άκτιστο φως φωτίζει, σαν τον ήλιο, τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς, που αλλιώς είναι αθέατες. Το άκτιστο φως φέρει μέσα του την αιώνια ζωή και την πνοή της Θείας αγάπης. Μάλλον το ίδιο είναι η αιώνια ζωή και η Θεία αγάπη.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Οι μορφές που έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για έναν αγιογράφο, επειδή μπορεί να αναδείξει το εύρος της αξία του, είναι οι ασκητές. Και αυτό γιατί κουβαλούν σκιές, φωτοσκιάσεις, γωνίες και βαθουλώματα στα πρόσωπά τους. Αγαπημένο πρόσωπο είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αλλά και οι ηλικιωμένοι Άγιοι, όπως ο Άγιος Νικόλαος.Στο τέμπλο ξεχωρίζουν οι 4 δεσποτικές φορητές εικόνες: Δεξιά της Ωραίας Πύλης, βρίσκονται ο Χριστός και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και αριστερά η Παναγία και ο τιμώμενος Άγιος κάθε Ιερού Ναού. Όταν ο χώρος το ευνοεί, σε μεγαλύτερες εκκλησίες, φιλοτεχνούνται και άλλοι Άγιοι, ενώ η οροφή ενός ναού που έχει ρυθμό «Βασιλικής», κοσμείται με διάφορες εικόνες από το Δωδεκάορτο. Πάνω από τις δεσποτικές εικόνες, τοποθετούνται εικόνες από το Δωδεκάορτο ή τους Δώδεκα Αποστόλους ή από τη Μεγάλη Δέηση. Θα πρέπει να πούμε Το σκούρο – μπλε πράσινο χρώμα που συναντάμε συχνά στην τοιχογραφία συμβολίζει το άπειρο, ενώ το χρυσό χρώμα επενδύει και αναδεικνύει τη φορητή εικόνα. Οι Βυζαντινοί ζωγράφισαν το Θεό με μια τεράστια παλέτα χρωμάτων, ώστε το φως να αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις και τα πρόσωπα να αποκτούν υπερκοσμική διάσταση και να καταφέρνουν να δραπετεύουν από τη φωτογραφική αποτύπωση και διάσταση».

 

Αναδημοσίευση από το περιοδικό “πατρινόραμα” που κυκλοφορεί με διπλό εξώφυλλο από την 1η Ιανουαρίου 2025 στην Πάτρα και από 9 Ιανουαρίου 2025 σε όλη την Ελλάδα.