Βαρβάρα Χριστιά ποιήτρια λογοτέχνης:«Ο ποιητής είναι κάτι σαν τα εφημερεύοντα φαρμακεία,είναι πάντα εκεί,πίσω απ΄το γκισέ του,με το πιο δραστικό φάρμακο»

Η ποιήτρια λογοτέχνης  Βαρβάρα Χριστιά μιλά στην δημοσιογράφο Ευτυχία Λαμπροπούλου και το περιοδικό «πατρινόραμα hellenic» για την πορεία της, την έφηβη ψυχή της, για τον τρόπο που εισέβαλε η ποίηση στην ζωή της, τις δράσεις της και το ταξίδι σε νοήματα και λέξεις.


Πότε θυμάστε τον εαυτό σας για πρώτη φορά να φτιάχνει ποιήματα;

Θυμάμαι πολύ ζωντανά την πρώτη φορά που όχι απλά με «βρήκε η ποίηση», αλλά στην πραγματικότητα συγκρούστηκα μετωπικά μαζί της, στα γυμνασιακά μου χρόνια το μακρινό 1981, όπου στο μάθημα της λογοτεχνίας διαβάσαμε το ποίημα «Ο Τάφος» του Παλαμά. Ο κραδασμός που ένιωσε η έφηβη ψυχή μου ήταν καθοριστικός. Φανερώθηκε, έτσι, μπροστά μου εναργής ο ορίζοντας της ποίησης. Αφού ένας πατέρας, σκεφτόμουν, έχει βρει τον τρόπο να καταθέσει τα εσώψυχά του, να μοιραστεί τον θρήνο του για τον χαμό τού  παιδιού του με τον αναγνώστη, αφού έχει βρει τον τρόπο να πει τ΄ ανείπωτα, σίγουρα αυτός ο δρόμος, η ποίηση, είναι λυτρωτικός. Έπειτα, στα ράφια της βιβλιοθήκης τού σπιτιού μου, κατοικούσαν πάντα ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης και πολλοί άλλοι ποιητές, αφού λόγω και του ότι οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι υπήρχε άφθονο υλικό αν κάποιος ήθελε να διαβάσει. Βιβλία που μέχρι τότε δεν τα είχα ποτέ ανοίξει, έγιναν η αγαπημένη μου παρέα.

Κάπως έτσι «εισέβαλε» η ποίηση στη ζωή μου και κάπως έτσι άρχισα κι εγώ, σκαρώνοντας στίχους, να καταγράφω εφηβικά συναισθήματα, απωθημένες επιθυμίες, σκέψεις σε λανθάνουσα κατάσταση.

Η αρχή είχε πλέον γίνει.

Πως καταφέρατε να εναρμονίσετε την οικογενειακή ζωή με την επαγγελματική και τα δύο μαζί με την ποίηση; 

Παραφράζοντας τον Αλμπέρ Καμύ που είχε πει πως η αλήθεια είναι απαιτητική ερωμένη, θα έλεγα πως και η οικογένεια και η επαγγελματική καριέρα και η ποίηση είναι απαιτητικές ερωμένες, πολλώ δε μάλλον όταν πρέπει να κάνεις τη «μικρή νοθεία» να έχεις ταυτόχρονη σχέση και με τις τρεις.  Όταν όμως σε έλκει, σε γοητεύει και  σε γεμίζει αυτό που κάνεις, αντλείς αποθέματα από κάποιες αόρατες πηγές, που τελικά μπορεί και ποτέ να μην ανακαλύψεις από ποιον υδροφόρο ορίζοντα ανατροφοδοτούνται. Μόνο να υποθέσεις μπορείς, πως είναι η αγάπη.

Αν θέλατε να περιγράψετε με κάποιες λέξεις την ποίηση ποιες θα ήταν αυτές; 

Εδώ θα σας απαντήσω με ένα ποίημα μου, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί ως απάντηση στο ερώτημά σας.

 

Ποίηση

 

Κι έπειτα,

τι, νομίζεις, είναι η ποίηση;

 

Λόγια είναι που δεν πρόλαβες να πεις.

Γράμματα που ’γραψες και ποτέ δεν έστειλες.

Φόνοι που σχεδίασες,

μα δεν είχες την ψυχή να διαπράξεις.

 

Επαναστάσεις είναι,

επαναστάσεις που φοβήθηκες να κάνεις.

 

Συγγνώμες που δεν είπες.

Μυστικά που σου καίν’ τα σωθικά.

Κορμιά που πόθησες,

μα δείλιασες ν’ αγκαλιάσεις.

Πέλαγα που ποτέ σου δεν αρμένισες.

 

Δεκανίκι είναι η ποίηση,

δεκανίκι για το σπασμένο πόδι του ποιητή.

Πώς προέκυψε η πρώτη σας ποιητική συλλογή; 

Όπως ανέφερα και πιο πάνω, άρχισα να γράφω από την εφηβική μου ηλικία, άλλοτε με μεγαλύτερη κι άλλοτε με μικρότερη ένταση και συχνότητα. Δεν είχα όμως σκεφθεί να εκδώσω κάποια συλλογή, καθώς μού ήταν αρκετή η ανακούφιση, η αποφόρτιση και η χαρμοσύνη που αποκόμιζα από τη διαδικασία της γραφής. Μέσα όμως στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της γενικότερης ύφεσης που ταλάνισε την ελληνική κοινωνία, η ανάγκη τού να γράφω γινόταν όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο επιτακτική.  Έτσι δημιουργήθηκε ένα αρκετά μεγάλο αρχείο ποιημάτων, όπου και με την παρότρυνση των δικών μου ανθρώπων αποφάσισα ένα μέρος του να το εκδώσω στην πρώτη μου ποιητική συλλογή. Γι αυτό κι η πρώτη συλλογή έχει κυρίως ανθρωποκεντρικό και κοινωνικό χαρακτήρα, με τον άνθρωπο που ταλανίζεται και προσπαθεί να ισορροπήσει, στο επίκεντρό της.

Από πού εμπνέεστε όταν γράφετε; 

Δεν θα έλεγα πως η διαδικασία για να γράψω είναι αποτέλεσμα κάποιας έμπνευσης. Δεν είναι δηλαδή μια διαδικασία που προκύπτει από μια ξαφνική, αυτόματη ή ασυνείδητη ιδέα. Υπάρχει πάντα για μένα μια συνειδητή επιδίωξη, που είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα των αισθητηριακών μου προσλήψεων σε συνάρτηση πάντα με τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, κοντά μας ή μακριά μας. Νομίζω πως η λέξη που το περιγράφει αυτό, είναι η λέξη «ερέθισμα». Κάτι πρέπει να με «πειράξει» ή να με «εξιτάρει» και να μου δώσει το ερέθισμα να γράψω. Ξέρω, δηλαδή, για κάθε μου ποίημα ποιος ήταν ο λόγος που το έγραψα, από τι ακριβώς ωθήθηκα να το γράψω. Και αυτός ο λόγος μπορεί να είναι μια εικόνα, ή ένας ήχος, μια μυρωδιά, ή ένας συνειρμός που έρχεται ως απότοκο αυτών, ακόμη ένα συμβάν, ή και κάποιες φορές μια εσωτερική ανάγκη να γίνω η φωνή όσων αποσιωπώνται.

Διαβάζοντας  κάποιος τα ποιήματά σας νιώθει να παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια του κομμάτια του εαυτού του και των σκέψεων του. Που έγκειται αυτή η επιτυχία;

Όταν γράφω, το κύριο μέλημά μου, αλλά και η αγωνία μου, είναι να βρω τις λέξεις και τις φράσεις που θα αποδώσουν με ακρίβεια το συναίσθημά μου και όχι εκείνες που θα δείξουν ευρυμάθεια ή τυχόν θα εντυπωσιάσουν τον αναγνώστη. Δεν έχω στον νου μου να αναδείξω τον εαυτό μου γράφοντας, έχω την ανάγκη να σκάψω μέσα μου, να δουλέψω με τα συναισθήματά μου να βρω τον εαυτό μου και να τον βγάλω στον έξω κόσμο, να συνομιλήσω μαζί του και μάλιστα σε μια γλώσσα που να μπορεί ο ένας να καταλάβει τον άλλον. Αυτό λοιπόν, ίσως, κάνει τη γραφή πιο αληθινή. Πιστεύω ακράδαντα πως το αληθινό, το μη χαλκευμένο, το ανεπιτήδευτο, έχει την χάρη να μεταδίδεται εύκολα, να αφομοιώνεται, να αγαπιέται. Γιατί ο ποιητής δεν είναι ένας εξωγήινος, μια ύπαρξη από αλλού φερμένη, που σκέφτεται και νιώθει διαφορετικά από τον μέσο άνθρωπο. Τον ποιητή τον απασχολούν τα ίδια που απασχολούν όλους τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους. Αγωνιά για τα ίδια πράγματα, νιώθει τα ίδια συναισθήματα, κολυμπάει στην ίδια θάλασσα. Η μόνη του διαφορά είναι ότι γράφει κι αν γράφει με λόγια αληθινά και ειλικρινή, το ποίημα βρίσκει τον δρόμο του, μπαίνει στον νου και στην καρδιά τού αναγνώστη, μιλά και για κείνον, ταυτίζεται μαζί του.

Μιλήστε μας για την οικογένειά σας, τη μουσική και πως οι στίχοι σας δένουν τόσο αρμονικά με την φωνή και τη σύνθεση. Νιώθω πολλές φορές σα να λειτουργείτε ως μπάντα συναισθημάτων και επαναστατικότητας μαζί. Μιλήστε μας για αυτή τη σύμπραξη.

Η οικογένειά μου είναι, όπως και των περισσοτέρων ανθρώπων άλλωστε, το καταφύγιό μου. Είναι το πιο όμορφο ποίημα που έχω γράψει στη ζωή μου. Σε σχέση με τη μουσική αλήθεια είναι πως, πλην εμού, τα μέλη της οικογένειας, ξέρουν μουσική και παίζουν μουσικά όργανα. Ακορντεόν, βιολί, πιάνο. Έτσι πάντα το σπίτι μας κυκλοφορούν νότες και στίχοι στον αέρα του κι όταν συμπράττουν, ίσως όντως να γίνεται αυτό που πολύ όμορφα περιγράψατε στην ερώτησή σας. Πάντα πίστευα πως η μουσική, αυτή η προαιώνια τέχνη, έχει την πιο μεγάλη δύναμη από όλες τις τέχνες. Και δεν είναι μόνο τέχνη, είναι και επιστήμη θα έλεγα, καθώς έχει μια μαθηματική λογική στον τρόπο που δομείται. Σε σχέση τώρα με την μελοποίηση, η δική μου γραφή δεν είναι η παραδοσιακή γραφή με ομοιοκαταληξίες και μέτρο που βοηθάει στο να ντυθεί ένα ποίημα με μουσική. Παρ΄ όλα αυτά, έχουν μελοποιηθεί ποιήματά μου, με πραγματικά πολύ όμορφο αποτέλεσμα, καθώς αυτό θέλει μαεστρία από πλευράς του συνθέτη.  Ίσως επειδή οι στίχοι μου διατηρούν έναν εσωτερικό ρυθμό και αναφέρονται σε θέματα που κινητοποιούν τα συναισθήματα και δίνουν έναυσμα για αφύπνιση στον αναγνώστη, έχουν δηλαδή μια υπόρρητη επαναστατικότητα, δημιουργούν ένα αποτέλεσμα που αγαπιέται.  Ένας από τους σκοπούς (αν θα μπορούσαμε να το πούμε έτσι) των τεχνών γενικά, αλλά και της ποίησης και της μουσικής ειδικότερα, είναι και η κινητοποίηση, η αφύπνιση.

Μιλήστε μας για τα ποιήματά σας, τις συλλογές σας και πως φθάσατε στις βραβεύσεις μέσα από αυτά;

Μέχρι στιγμής έχουν εκδοθεί δυο ποιητικές συλλογές μου, από τις εκδόσεις «Πικραμένος», η πρώτη το 2019 με τίτλο «Ασυμφωνία τύπου ξι» και η δεύτερη το 2022 με τίτλο «Δευτερολογία». Και οι δυο συλλογές έχουν αρκετά μεγάλο αριθμό ποιημάτων, καθώς όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, άργησα να πάρω την απόφαση να προχωρήσω σε έκδοσή τους οπότε είχε μαζευτεί αρκετό υλικό. Και φυσικά υπάρχει και αρκετό υλικό από το παρελθόν που μένει στο συρτάρι. Αυτά, τα πιο παλιά ποιήματά μου, ίσως περιληφθούν σε κάποια συγκεντρωτική συλλογή στο απώτερο μέλλον, ίσως και όχι. Αυτή τη στιγμή προχωράω με νέο υλικό, άλλωστε κάθε εποχή έχει τα δικά της ερεθίσματα, τον δικό της χαρακτήρα και το δικό της αποτύπωμα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την κάθε ηλικία τού ανθρώπου. Οπότε προχωράω με ό,τι γράφεται σήμερα. Πρόσφατα εκδόθηκε και ένα βιβλίο με ποιήματά μου μεταφρασμένα στην Αλβανική γλώσσα, καθώς και δυο δίγλωσσες ανθολογίες με ποιήματα μεταφρασμένα στα Αγγλικά και στα Γερμανικά όπου έχουν περιληφθεί και δικά μου ποιήματα.

Σχετικά με τις βραβεύσεις που με ρωτάτε, αυτές ήρθαν σε ποιήματα που έχουν καθολικό και όχι προσωποκεντρικό χαρακτήρα, ποιήματα για θέματα που απασχολούν όλους μας στην καθημερινότητά μας αλλά και στην θεώρηση μας για την ίδια τη ζωή και τις αξίες της. Το ποίημα κάποιες φορές χαράζει μόνο του την πορεία του, λειτουργεί ανεξάρτητα από εκείνον που το έγραψε, καμιά φορά μάλιστα μπορεί να μιλήσει τόσο δυνατά στον αναγνώστη που να είναι έκπληξη και για τον ίδιο τον δημιουργό του. Κάπως έτσι, με αυτόν τον μηχανισμό, έφτασαν κάποια ποιήματά μου να βραβευθούν από διάφορους φορείς του Πολιτισμού της χώρας μας και του εξωτερικού και είμαι ευγνώμων γι αυτό.

Αλήθεια είναι πως έχω εισπράξει αγάπη από ανθρώπους που έχει τύχει να διαβάσουν τα βιβλία μου ή να διαβάσουν σε κάποια δημοσίευση ή σε εφημερίδα, ή κάποιο blog ένα ποίημα μου και να το αγαπήσουν. Να νιώσουν πως μιλά για τα δικά τους βιώματα, τις δικές τους εμπειρίες, τις δικές τους ματαιώσεις, ή τα δικά τους όνειρα. Αυτό στην πραγματικότητα είναι και το μεγαλύτερο βραβείο για μένα, είναι παράσημο.

Τέλος, τι άλλο να περιμένουμε το προσεχές διάστημα από την Βαρβάρα Χριστιά;

Ο ποιητής είναι κάτι σαν τα εφημερεύοντα φαρμακεία, είναι πάντα εκεί, πίσω απ΄ το γκισέ του, με το  πιο δραστικό φάρμακο για τις δύσκολες ώρες, στο χέρι. Την πένα του. Πάντα κάτι γράφει, πάντα κάτι ετοιμάζει.

Ελπίζω, λοιπόν, μέσα στο 2025 να είναι έτοιμη η επόμενη συλλογή μου που τώρα ετοιμάζεται. Επίσης, σιγά σιγά ολοκληρώνεται και ένα βιβλίο με μικρά πεζά, κάτι σαν μικρά διηγήματα, βασισμένα σε πραγματικές ιστορίες του παρελθόντος, που χρόνια πασχίζω να τις κρατήσω ζωντανές στη μνήμη και νομίζω φθάνει η ώρα να τυπωθούν σε χαρτί, ώστε να μην χαθούν, να μην αφεθούν στον ολετήρα του χρόνου.

Κα Λαμπροπούλου σας ευχαριστώ θερμά για την τιμή της πρόσκλησης γι’ αυτή την συνέντευξη. Εύχομαι στο περιοδικό Πατρινόραμα μακροημέρευση και πάντα να υπηρετεί την ενημέρωση και τον πολιτισμό με τη συνέπεια και την εγκυρότητα που το χαρακτηρίζει.

Who is Who

Η Βαρβάρα Χριστιά γεννήθηκε στην ορεινή Ναυπακτία. Αποφοίτησε από το 1ο Λύκειο Πατρών και σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα.

Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις, λογοτεχνικά λευκώματα, ανθολογίες, θεατρικά έργα, έχουν μελοποιηθεί, βραβευθεί και δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά και πολιτιστικά περιοδικά, εφημερίδες και ιστολόγια, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό όπου και έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γερμανικά, Ινδικά, Αλβανικά και Τουρκικά. Έχει λάβει μέρος σε φεστιβάλ ποίησης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχει συμμετάσχει ως μέλος κριτικής επιτροπής σε αγώνες ποίησης και ως εισηγήτρια σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις και παρουσιάσεις Ελλήνων λογοτεχνών.

Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Ασυμφωνία τύπου Ξι»  εκδόθηκε το 2019 από τις Εκδόσεις «Πικραμένος», η δεύτερη με τίτλο «Δευτερολογία» το 2022 από τις ίδιες εκδόσεις, ενώ ετοιμάζει την νέα της συλλογή. Το 2024 εκδόθηκε το βιβλίο Dritare e verbēr (Τυφλό παράθυρο), με ποιήματα μεταφρασμένα στην αλβανική γλώσσα καθώς και δυο δίγλωσσες ανθολογίες με ποιήματα μεταφρασμένα στα Αγγλικά και στα Γερμανικά όπου έχουν περιληφθεί ποιήματά της.