Θωμάς (Μάκης) Παναγιωτόπουλος: “Ένιωσα ότι γίνομαι πολίτης του κόσμου”

Συνέντευξη με τον Θωμά (Μάκη) Παναγιωτόπουλο τον δικό μας Πατρινό καλλιτέχνη, που ξεκίνησε από μουσικός των  «δρόμων» της Ευρώπης , έφτασε να τραγουδά και να κατακτά την νύχτα της Πάτρας, κεντρίζοντας τα βλέμματα και αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Μετά από πολλά χρόνια απουσίας από την καλλιτεχνική σκηνή της Ελλάδας αλλά και της Πάτρας, επιστρέφει με μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην δημοσιογράφο του περιοδικού «πατρινόραμα-hellenic» Ευτυχία Λαμπροπούλου, μιλάει για την καλλιτεχνική του πορεία, την σύζυγό του και πολύτιμη συνεργάτιδα του τότε και σήμερα Marianne, αλλά και για τα καλλιτεχνικά του σχέδια τα οποία θα δούμε προσεχώς να παίρνουν σάρκα και οστά.

Μιλήστε μας για την πορεία σας προς βρεθήκατε στον χώρο της μουσικής από που προήλθε το έναυσμα για την απόφασή σας αυτή;

Από παιδί ακόμα είχα ερεθίσματα μέσα από τα πρώτα ραδιόφωνα που υπήρχαν τότε. Μόλις άκουγα κάποιο τραγούδι αμέσως μου εντυπωνόταν, οπότε εγώ με την σειρά μιμούμενος τον εν λόγω καλλιτέχνη, σκαρφάλωνα πάνω στο δέντρο της αυλής του σπιτιού μας και το τραγουδούσα, μετατρέποντας με κάποιο τρόπο την αυλή μας σε μουσική σκηνή. Οπότε νομοτελειακά μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα πως όχι μόνο μπορώ να τραγουδώ σωστά, αλλά και να εκφράζομαι μέσα από μικρά σκετσάκια τύπου Stand up Comedy  όπως άλλωστε αργότερα στην καλλιτεχνική μου πορεία. Παράλληλα με όλα αυτό από τις πρώτες κιόλας τάξεις του γυμνασίου ασχολήθηκα με την κιθάρα και την φυσαρμόνικα. Παίζοντας στις παρέες και τα πάρτι της εποχής.

 Πως βρεθήκατε να είστε «μουσικός του δρόμου» σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, τότε που για την χώρα μας η δράση αυτή  ήταν  άγνωστη και απαγορευμένη καθώς την είχαν συνδέσει με την επαιτεία;

Τελειώνοντας το λύκειο σπούδασα ασυρματιστής του εμπορικού ναυτικού και για τέσσερα χρόνια ταξίδεψα στις πέντε θάλασσες.  Ουσιαστικά εκεί άνοιξα τους πνευματικούς μου ορίζοντες, αν  αναλογιστεί κανείς πως ο άνθρωπος βλέπει μόνο το 1% της ομορφιάς που έχει η γη (κουλτούρα, τέχνη, πολιτισμό, μουσική, φαγητά) όλα τέλος πάντων,   εγώ ένιωσα ότι γίνομαι πολίτης του κόσμου. Τα διαστήματα λοιπόν, που δεν μπάρκαρα, έπαιρνα την κιθάρα μου στον ώμο και ταξίδευα σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, απολαμβάνοντας όμορφες στιγμές και εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μου – προσλαμβάνουσες και παίζοντας μουσική. Εκεί μου δόθηκε η δυνατότητα να συναντήσω άλλους μουσικούς της εποχής, που εκείνη την περίοδο έκαναν σημαντική καριέρα και να πάρω στοιχεία και πληροφορίες ώστε να δημιουργήσω την δική μου καλλιτεχνική ταυτότητα.

Τι ήταν εκείνο που σας οδήγησε να έρθετε στην Πάτρα μετά από όλα αυτά και να βρεθείτε το 1980 στην μπουάτ «ISABELLA» ;

Εκείνο που ήθελα να δω για αρχή ήταν, τι μπορώ να κάνω. Ουσιαστικά ένα προσωπικό στοίχημα, το οποίο ήθελα να δω αν και πως θα μου βγει. Μιας και εξακολουθούσα να βρίσκομαι μεταξύ ξηράς και θάλασσας. Η μπουάτ δεν είχε μικρόφωνο όπως όλοι ξέρουμε,  μικρά τραπεζάκια λίγων ατόμων, χαμηλό φωτισμό με την φωνή του καλλιτέχνη να κυριαρχεί στον χώρο. Εκεί λοιπόν έδωσα τις πρώτες μου εξετάσεις, μπροστά σε ένα δύσκολο κοινό κατά γενική ομολογία όπως αυτό της Πάτρας. Η ζωή και η μετέπειτα ιστορία απέδειξαν πως οι εξετάσεις αυτές ήταν επιτυχείς.

Πως έρχεται στη ζωής σας η συνεργασία με το club «DI OGGI» τη δεκαετία του ‘90 τι  γεύση σας άφησε όλη εκείνη η εποχή και πως καθόρισε την μετέπειτα πορεία σας τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο;

Την εποχή των μπουάτ της δεκαετίας του ’80 όπου πραγματικά οι εμφανίσεις μου κέντριζαν τα βλέμματα των θεατών και δεν το λέω εγωιστικά καθώς μέχρι σήμερα πολλοί στις κουβέντες που κάνουμε αναπολούν την περίοδο αυτή, τη σκυτάλη πήραν τα club. To  club «DI OGGI» ήταν το πρώτο που είχε live ξένη μουσική κατά ενενήντα τις εκατό εκείνη την εποχή , έπαιζε η μπάντα ξένη μουσική και παράλληλα έκανα και εγώ σόου κατά το πρότυπα του εξωτερικού. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν ουσιαστικά έκανα την «διαφορά» από τα μέχρι τότε καλλιτεχνικά δρώμενα της Πάτρας. Εκεί λοιπόν, στην προσπάθεια να εμπλουτίσουν το πρόγραμμα έφεραν την μουσικό και τραγουδίστρια «Marianne», όπου δεν άργησε να χτυπήσει η καρδιά επί τη εμφάνισή της και πλέον να είμαστε μαζί ως ζευγάρι για τα επόμενα 32 χρόνια. Μαζί  στις δύσκολες και στις όμορφες στιγμές. Συνοδοιπόροι στη ζωή και στην μουσική έως και σήμερα ευελπιστώ και στα επόμενα χρόνια που θα έρθουν. Πάντα μαζί! Τώρα σε ότι αφορά την καλλιτεχνική μου δημιουργία είχα ήδη ξεκινήσει να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια στίχους – μουσική από την εποχή των μπουάτ σε ελληνική έκδοση. Το 1997 εκδόθηκε το πρώτο μου ολοκληρωμένο άλμπουμ από τη  Ε2 MINOS-EMI, όπου όλα τα πανελλαδικής εμβέλειας ραδιόφωνα αγκάλιασαν αυτό τον δίσκο.

Τι ήταν εκείνο που σας οδήγησε μετά από μία επιτυχημένη καριέρα στην  Ελλάδα να μην συνεχίσετε;

Ότι παρότι έκανα όμορφα και δημιουργικά πράγματα στην μουσική και το τραγούδι, η φωνή της ψυχής μου με καλούσε να φύγω καθώς  ως ναυτικός έβλεπα τις φουρτούνες που σύντομα θα ερχόντουσαν στην χώρα μας. Το  Φευγιό λοιπόν, για εμένα ήταν μονόδρομος. Η Marianne έδειξε ουσιαστικά τον δρόμο, τόπος καταγωγής της η Ολλανδία έφυγε για εκεί, μετά από λίγο καιρό την ακολούθησα.

Πως βλέπετε την μουσική σκηνή σήμερα και ποια είναι τα μελλοντικά καλλιτεχνικά σας σχέδια;

Επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη μετά από αρκετά  χρόνια, είδα πως ο τρόπος διασκέδασης πλέον έχει αλλάξει άρδην, καμία σχέση με την τότε εποχή και τον τρόπο που διασκέδαζε ο κόσμος. Πλέον υπάρχουν χώροι  εναλλακτικής μουσικής σκηνής, υπάρχουν μικρά γκρουπάκια με ωραία μουσική εμφάνιση και παιδιά νέα με ταλέντο που για εμένα αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο για να μπορεί κάποιος να δημιουργεί. Με ένα τέτοιο σχήμα τους «Μr Egglemon & the HeadFish» αυτή την περίοδο συνδημιουργώ και σύντομα θα παρουσιάσω το υλικό που θα κυκλοφορήσει.